"Βαδίζαμε σιωπηλοί μες στη νύχτα. Ο Αργύρης περπατούσε πλάι μου. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε μαζί-μαζί. Μου ήρθε σα χαρά που βρέθηκε ο Αργύρης την τελευταία ώρα. Ήμαστε συμμαθητές, στην ηλικία μου-δε θα 'χα το παράπονο πως είμαι μονάχα εγώ απ'την τάξη μας.

[...]-Θα μας τουφεκίσουν, Ηλία;...
Έτρεμε πολύ. Θα 'ταν απ'το αγιάζι.
-Μη μιλάς, του λέω.
Είχε την ίδια αγωνία που είχαμε όλοι μας στο υπόγειο: "Με τι τρόπο;"Σα να 'ταν φόβος ν'αγγίσουμε κατευθείαν το θάνατο, και φέρναμε βόλτες γύρω απ'το σκληρό του σώμα ώσπου να το πλησιάσουμε.
Οι στρατιώτες δίπλα μας μας περιεργάζουνταν με άγριες ματιές, βουβοί σαν τη νύχτα.
[...]-Ξέρεις πόση ώρα περπατούμε;, ρωτά μια φωνή, σιγανά, από πίσω.
-Θα'ναι δυο ώρες, λέει μια άλλη φωνή.
-Αργεί να ξημερώσει;
-Δεν ξέρω. Γιατί;
Αν ξημερωθούμε...μπορεί να μη μας σκοτώσουν....
[...] Αρχίσαμε τότες να παρακαλούμε μέσα μας να μη σταθούμε. Μια βαθιά επιθυμία βάραινε πάνου στα κουρασμένα μέλη μας: "Να καθίσουμε! Να καθίσουμε!" Μα ανιδρούσε, σαν καμένο σίδερο, το ζεστό αίμα που έτρεχε σκοτεινά στις φλέβες-δεν ήθλε να πήξη.
[...] -Ντουρ!(σταθήτε).
Σταματούμε, στο πρόσταγμα, απότομα. Ένα δυνατό χέρι χιμά μέσα μου και τον ανακατεύει τον κύριο κυριαρχικά-χραπ!
-Hλία!....μουρμουρίζει ο Αργύρης. Ηλία θα μας σκοτώσουν!...
Οι στρατιώτες κάνουν έναν κύκλο γύρω μας. Καμιά δεκαριά μέτρα αλάργα. Μας διατάζουν να καθίσουμε.
Καθίσαμε. Λίγο πιο μπροστά από μας ήταν η μητέρα και το μικρό παιδάκι. Κοιμόταν.

[...] Κοιτάζαμε βουβοί προς το μέρος του κύκλου. Περιμέναμε με τεζαρισμένα μάτια. Από ένστιχτο πολεμώ να δω αν υπάρχει καμιά γούβα στη γης να χωθής, τίποτα τόπος να ξεφύγης και να τρέχης. Μα ήταν ένας λόφος γυμνός, και γύρω μας ο κύκλος αδιαπέραστος.
-Κουνιούνται!...
Σφαλνώ τα μάτια. Περιμένω ένα δευτερόπλεπτο, δυο. Τώρα....Τώρα!...
-Για κοίτα! Πού τους παν; ακούγω τη φωνή του Αργύρη.
Ανοίγω ξαφνιασμένος τα μάτια. Δυο συντρόφοι μας απ'την πρώτη σειρά μόλις διακρίνουνταν. Κατέβαιναν το λόφο. Τους ακολουθούσαν δυο στρατιώτες. Σε λίγο χάθηκαν από τα μάτια μας.
-Α, έτσι! Λίγους-λίγους...
Στυλώσαμε τ' αυτιά μας και περιμέναμε νάκούσουμε καμιά κραυγή. Τίποτα! Σε λίγο πήραν άλλους δυο. [...] Σιγά-σιγά η σειρά μας έφταξε. Παίρνανε δυο-δυο, τρεις, όπως τύχαινε. Βλέοω τον αργύρη να τον τραβούν από δίπλα μου. Σηκώνουμαι κι εγώ ασυναίσθητα, μα δε με πήραν. Με σηκώσαν στην άλλη παρτίδα, ύστερα από λίγα λεπτά. Βάδιζα και κοίταζα στο πλάι μου πότε θα ριχτούν. Τίποτα. Προχωρούσαμε. Είχαμε κατεβή το λόφο, σαν άρχισα να ξεχωρίζω κάτι άσπρα πράματα που κουνιούνταν λίγο πιο κάτω. Σιγανά μουρνουρητά. Σταθήκαμε.
-Τσικάρ! (βγάλτο) λεν οι στρατιώτες και δείχνουν τα παλτά μας.
Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
-Τσικάρ! (βγάλτο) λεν οι στρατιώτες και δείχνουν τα παλτά μας.
Δεν κατάλαβα, μα είδα τους άλλους δυο που πιάσαν να ξεντύνουνται.Άρχισα κι εγώ. "Τσικάρ! τσικάρ!" φωνάζαν ολοένα οι στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τα σακάκια, ύστερα τα πανταλόνια, τα παπούτσια, τις κάλτσες. σα μείναμε μοναχά με τη φανέλα και το σώβρακο, μας σπρώξαν προς τις άσπρες σκιές που μουρμούριζαν παραπέρα.

Ήμουν χαμένος, δεν ήξερα τι ήμουν. Φωνάζω σιγά:
-Aργύρη!....Aργύρη!....
Mια φωνή, ένας μικρός θόρυβος. Ο Αργύρης, γυμνός κι αυτός, χιμά πάνω μου.
-Ηλία!.....Hλία!...Bλέπεις, δε μας σκότωσαν! Bλέπεις...
Aγκαλιάζούμαστε γι αυτή την αναπάντεχη χαρά.
[...]-Ξέρετε τι είναι αυτό μ'εμάς; ακούμε μια παγωμένη φωνή δίπλα μας, τόσο παγωμένη που κανείς δεν τολμά να της αποκριθή.
-Λοιπόν...Ο "λευκός θάνατος"! Ποιός θα βαστάξη;
[...] Ο Οχτώβρης πλησίαζε να τελειώση.
Βαδίσαμε όλη τη μέρα στο δρόμο του Αγιασμάτ. Εκεί, πέρα απ'τις αλυκές, μια στιγμή ένας στρατιώτης πρόσεξε τα παπούτσια του Αργύρη. Του είπε να τα βγάλη. Τα 'βγαλε. Τα δοκίμασε. Του κάναν. Ο στρατιώτης τα κράτησε, πέταξε τα δικά του στον Αργύρη. Ήταν κάτι τεράστιες παλιαρβύλες, κομμένες στα μισά-θα ήταν πολύ μεγάλες και στο στρατιώτη.
-Πάρε τη μια, μου λέι ο φίλος μου. Αν φορώ και τις δυο, μπορεί να μου τις πάρουν.
Πήρε κείνος τη ζερβιά κ'εγώ την άλλη.
Όλη τη μέρα ήμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι γιατί δεν πεθάναμε. Δε σκεφτόμαστε τίποτα. Κατά το βράδυ είχαμε αποκάμει. Μα δεν το λέγαμε."

Aπό το: Η. Βενέζης, Το Νούμερο 31328, Αθήνα, Εστία, 1978, σσ. 52-56.