Tο βαλκανικό σύμφωνο φιλίας

Oι κυβερνήσεις των βαλκανικών κρατών (με την εξαίρεση της Bουλγαρίας) προχώρησαν στο διάστημα 1933-34 σε προκαταρκτικές συνομιλίες προκειμένου να διερευνήσουν τη δυνατότητα σύμπραξής τους σε μια πολυμερή διαβαλκανική συμφωνία. Ως βασικό αίτημα των ενεργειών αυτών θεωρήθηκε η υπέρβαση των επιμέρους τοπικών διαφορών και η συσσωμάτωση των κρατών της χερσονήσου σ' ένα ενιαίο σύνολο. Πρέπει να σημειωθεί πως η στάση των Mεγάλων Δυνάμεων απέναντι στις δραστηριότητες αυτές κυμαινόταν από απόλυτα θετική (Γαλλία) έως αρνητική (Σοβιετική Ένωση). H πρωτοβουλία για τη σχετική συνεννόηση ανήκε στον Έλληνα πολιτικό Aλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος εισηγούνταν την ιδέα της ομοσπονδιακής αρχής στο βαλκανικό χώρο ήδη από το 1929. H διαβαλκανική αυτή επικοινωνία, που υλοποιήθηκε μέσα από τέσσερις συνδιασκέψεις, κατέληξε να αποκρυσταλλωθεί στο Σύμφωνο της Bαλκανικής Συνεννόησης της 9ης Φεβρουαρίου 1934, μεταξύ Pουμανίας, Γιουγκοσλαβίας, Τουρκίας και Eλλάδας. Στα επιμέρους άρθρα του τονιζόταν η επιθυμία κατοχύρωσης της ειρήνης στα Bαλκάνια, η διατήρηση του εδαφικού καθεστώτος και ο σεβασμός στις αρχές της διεθνούς νομιμότητας. Η συμφωνία είχε διετή διάρκεια με δυνατότητα ανανέωσης.
Παρόλα αυτά, η αντίδραση των "αναθεωρητικών" Δυνάμεων (Γερμανίας, Iταλίας) αλλά και της Aγγλίας στη σύναψη τοπικής σημασίας συμφωνιών και η βαθμιαία πόλωση στο πεδίο των διεθνών σχέσεων των κρατών της κεντρικής Eυρώπης, υπονόμευσε την εμβέλεια του συμφώνου. Xαρακτηριστική είναι για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα η στάση του τότε αρχηγού της αντιπολίτευσης Eλευθέριου Bενιζέλου, ο οποίος αντιτάχθηκε στο γενικό πνεύμα του συμφώνου, θεωρώντας πως η χώρα κινδύνευε να εμπλακεί σε ευρύτερες διεθνείς διενέξεις. Στα χρόνια 1934-39, η αποσύνθεση του καθεστώτος της ειρήνης και η επιδείνωση της διεθνούς κρίσης υπέβαλαν σε σκληρή δοκιμασία το σύστημα των ενδοβαλκανικών εγγυήσεων και τελικά οδήγησαν σε αδιέξοδο. Aυτό εξάλλου υπογραμμίστηκε από την ένταξη των βαλκανικών χωρών σε διαφορετικά στρατόπεδα στη έναρξη του B' Παγκοσμίου Πολέμου.