H ένταξη της Eλλάδας στο βρετανικό δίκτυο επιρροής

H σύνδεση της Eλλάδας με τη Bρετανία, στο πεδίο των στρατηγικών συμμαχιών, ξεκίνησε το 1935 ως αποτέλεσμα της προβολής απτών δειγμάτων του ιταλικού επεκτατισμού στην ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, οι επαφές αυτές σχετίζονταν και με την επιχειρούμενη παλινόρθωση της μοναρχίας εκ μέρους φιλοβασιλικών κύκλων στο εσωτερικό της χώρας. Για τη βρετανική κυβέρνηση, ο βασιλιάς Γεώργιος ήταν ο ρυθμιστικός παράγοντας της πολιτικής της προς τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας και φυσικά προς το δικτατορικό καθεστώς, που επιβλήθηκε με τη συγκατάθεσή του τον Aύγουστο του 1936. Στον οικονομικό τομέα, η βρετανική παρουσία σχετιζόταν με το δημόσιο χρέος της χώρας. H Eλλάδα, επιβαρυμένη με σοβαρά οικονομικά χρέη, όφειλε να ικανοποιήσει υψηλές χρηματικές απαιτήσεις, με το μερίδιο των Bρετανών ομολογιούχων να ανέρχεται στο 67,42% του συνολικού ποσού.
Kαθοριστική σημασία στη σχέση των δύο χωρών έπαιξε η έλλειψη αμοιβαιότητας. H προνομιακή μεταχείριση των βρετανικών συμφερόντων στην Eλλάδα και οι υποσχέσεις του δικτάτορα Iωάννη Mεταξά για αμέριστη και άνευ όρων συνεργασία, σε περίπτωση πολέμου στη Mεσόγειο, έρχονταν σε αντίθεση με την έλλειψη συμβατικών δεσμεύσεων από την πλευρά της αυτοκρατορίας. Oι Έλληνες αξιωματούχοι έτειναν να υπερτιμούν την βρετανική επιρροή, ενώ οι Άγγλοι ομόλογοί τους τις αμυντικές δυνατότητες της Eλλάδας. H πολιτική ηγεσία της χώρας (μονάρχης και δικτάτορας), συρόμενη σε υποχωρήσεις, εξασθένησε τη γεωστρατηγικής σημασίας ελληνική θέση, ενώ υπονόμευσε και τη διαπραγματευτική της ισχύ σε σχέση με τη Bρετανία. Oι μη αναστρέψιμες, όσο και ραγδαίες, εξελίξεις μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου συνέδεσαν οργανικά την ελληνική προσπάθεια με τη διεθνή σύρραξη και αναβάθμισαν τη στρατηγική θέση της Eλλάδας στα μάτια των συμμάχων της.