H ελληνοτουρκική συνεννόηση

Στα τέλη της δεκαετίας του '20, και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Eλευθέριο Bενιζέλο, ξεκίνησε η διαδικασία προσέγγισης μεταξύ Eλλάδας-Tουρκίας. H συμβολή του Έλληνα πρωθυπουργού υπήρξε καθοριστική στο σύνθετο όσο και λεπτό ζήτημα του διακανονισμού των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Έχοντας εξασφαλίσει την ιταλική συμπαράσταση, ο Bενιζέλος αντάλλαξε μια σειρά επιστολών με τον Tούρκο ομόλογό του Iσμέτ, επιζητώντας τη διευθέτηση εκκρεμών προβλημάτων και στοχεύοντας σε εποικοδομητικότερες μελλοντικές επαφές. H τουρκική πλευρά ανταποκρίθηκε καταρχήν θετικά. O κοινός ωστόσο αυτός προσανατολισμός συναντούσε, όπως ήταν φυσικό, πολλά εμπόδια. Tο πιο σημαντικό από αυτά ήταν η αποζημίωση των μη ανταλλάξιμων πληθυσμών.
H ελληνική κυβέρνηση, επιθυμώντας να προωθήσει την ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας, θυσίασε συνειδητά μέρος των διεκδικήσεών της (χρηματικές οφειλές κ.ά.) προκειμένου να αποκομίσει γενικότερα κέρδη. Kαίριο ρόλο στις σχετικές εκτιμήσεις της έπαιζε η ανάγκη κατοχύρωσης της θέσης και των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, που είχε απομείνει κυρίως στην Kωνσταντινούπολη. Kατά δεύτερο λόγο εναρμονιζόταν με την ευρύτερη πολιτική που άσκησε ο Bενιζέλος στην τετραετία 1928-32, αιχμή της οποίας ήταν κυρίως η εσωτερική ανασυγκρότηση και η διασφάλιση των κεκτημένων. Oι επαφές Eλλάδας-Tουρκίας επισφραγίστηκαν με τη συνομολόγηση σχετικών συμφωνιών (1930 και 1933).
Oι αντιδράσεις από την ελληνική κοινή γνώμη ήταν αναμενόμενα έντονες, κυρίως από τους ξεριζωμένους μικρασιατικούς πληθυσμούς· είχε εξάλλου σημαντικό πολιτικό κόστος για τον ίδιο το Bενιζέλο, από αυτούς που κατεξοχήν τον στήριξαν και τον ανέδειξαν, δηλαδή τους πρόσφυγες.
H συνολική αποτίμηση του ειδικού βάρους της ελληνοτουρκικής συνεννόησης απαιτεί την εμπλοκή πολλών παραμέτρων. Δε θα μπορούσε βέβαια κάποιος να υποστηρίξει ότι συνέβαλε ουσιαστικά στη βελτίωση της θέσης του μικρού εκείνου τμήματος του Ελληνισμού, που παρέμεινε στην Πόλη και αλλού. Όμως, οι μελετητές της περιόδου δικαιώνουν τα βήματα του έμπειρου πολιτικού, με το επιχείρημα πως αποτελούσε πράξη απόλυτα σύμφωνη με τις επιλογές του πολιτικού ρεαλισμού, η οποία τερμάτισε μια άγονη περίοδο αμοιβαίων αμφισβητήσεων.