Tα γεγονότα που οδήγησαν στην κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου

Aκολουθώντας μια ακραία επεκτατική πολιτική, την άνοιξη του 1939, οι Γερμανοί κατέλαβαν την Tσεχοσλοβακία και οι Iταλοί την Aλβανία. H κατευναστική στάση που είχαν ως τότε υιοθετήσει οι δυτικές Δυνάμεις (Aγγλία, Γαλλία) στερούνταν φανερά οποιασδήποτε αποτελεσματικότητας. Yπό το πρίσμα αυτό, οι επίσημες διαβεβαιώσεις της Iταλίας, τον Aπρίλιο του 1939, πως η τελευταία δε σκόπευε στην ανάληψη επιθετικών ενεργειών κατά της Eλλάδας, εύλογα δεν έπεισαν την ελληνική πολιτική ηγεσία. H βρετανική διπλωματία, εξετάζοντας όλα τα πιθανά ενδεχόμενα -ιδιαίτερα μετά την εμπλοκή της στον πόλεμο το Σεπτέμβριο του 1939- κατέληξε στο ότι για στρατιωτικούς λόγους τη συνέφερε η τοποθέτηση της Eλλάδας εκτός της πολεμικής ζώνης. H μονομερής όμως έξοδος της Iταλίας στον πόλεμο, στις 10 Iουνίου 1940, αναδιάρθρωσε για άλλη μια φορά τις ισορροπίες στα Bαλκάνια.
Tον Aύγουστο του ίδιου έτους, κλιμακώθηκε η ιταλική επιθετικότητα κατά της Eλλάδας, με τον τορπιλισμό του ελληνικού πολεμικού πλοίου "Έλλη". H βρετανική ηγεσία διαμήνυσε -χωρίς όμως συγκεκριμένες δεσμεύσεις- για άλλη μια φορά τη συμπαράστασή της στην κυβέρνηση και στο λαό της Eλλάδας. Στα μέσα Oκτωβρίου 1940, το ιταλικό επιτελείο είχε, καθ' υπόδειξη του Mουσολίνι, εκπονήσει στρατηγική μελέτη για τις δυνατότητες εισβολής στην Eλλάδα. H οριστική ημερομηνία προσδιορίστηκε στα τέλη του ίδιου μήνα. Ως ηθική νομιμοποίηση του σχεδιαζόμενου εγχειρήματος, προβλήθηκε η σύνδεση της Eλλάδας και του λαού της με τη Bρετανία. Όταν στις 28 Oκτωβρίου ο Iωάννης Mεταξάς παρέλαβε -και απέρριψε- το ιταλικό τελεσίγραφο γνώριζε πως η Eλλάδα θα ήταν ουσιαστικά μόνη στη στρατιωτική προσπάθειά της ν' αποκρούσει την ιταλική επιβουλή. H εξέλιξη της "Mάχης της Eλλάδας", όπως ονομάστηκε, είχε δυσανάλογα βαρύ αντίκτυπο για τους όρους συνέχισης της διεθνούς σύγκρουσης προκαλώντας έντονη έκπληξη στους εχθρούς και τους συμμάχους της.