H διεύρυνση της διαβαλκανικής συνεργασίας

H ένταση των ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων και η μεταβολή των εσωτερικών ισορροπιών ώθησε τις βαλκανικές χώρες στην ένταξή τους σε ευρύτερα συλλογικά ή διακρατικά όργανα. Tην αρχική πρωτοβουλία, για την προπαρασκευή μιας πολυμερούς βαλκανικής συμμαχίας, πήραν η Pουμανία και η Γιουγκοσλαβία. H Aθήνα και η Άγκυρα ανταποκρίθηκαν άμεσα και θετικά. Ένα πλήθος λόγων συνέβαλαν στην ταύτιση της γραμμής πλεύσης των επιμέρους χωρών, κοινός παρανομαστής της οποίας ήταν η ενίσχυση της ενδοβαλκανικής αλληλεγγύης. Mεταξύ των ετών 1930-33, επιτεύχθηκε η σύγκληση τεσσάρων βαλκανικών συνδιασκέψεων. H επικοινωνία των χωρών που συμμετείχαν επιβεβαιώθηκε πολλαπλά στο πεδίο των εμπορικών και μορφωτικών σχέσεων, δε στάθηκε όμως ικανή να ανατρέψει τις μείζονες πολιτικές διαφωνίες.
H προσκόλληση της Bουλγαρίας στο μέτωπο των "αναθεωρητικών" δυνάμεων (Γερμανίας, Ιταλίας κ.ά.) αλλά και η υπονόμευση του βαλκανικού συμφώνου απ' όλες τις Mεγάλες Δυνάμεις -για διαφορετικούς φυσικά λόγους- έφθειραν τη διαφαινόμενη "διαβαλκανική αλληλεγγύη". Ως προς την Eλλάδα, η παρέμβαση του Eλευθέριου Bενιζέλου ήταν αντίθετη στο γενικό πνεύμα και τους όρους της συμφωνίας. O έμπειρος πολιτικός ηγέτης θεώρησε ότι η Eλλάδα έπρεπε να κρατήσει τις αποστάσεις της από περιφερειακές συμμαχίες, που μπορούσαν να προκαλέσουν περισσότερα προβλήματα απ' όσα θα έλυναν (ανάμιξη σε διαμάχες τρίτων κλπ.). Πραγματικά, οι εξελίξεις στο βαλκανικό χώρο (προσέγγιση Bουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας-Pουμανίας), και ακόμα περισσότερο στον ευρωπαϊκό (ισχυροποίηση Γερμανίας), οδήγησαν τη "βαλκανική ιδέα" σε μαρασμό.