O προσφυγικός εποικισμός

Oι ραγδαίοι ρυθμοί αύξησης των προσφύγων και η απεγνωσμένη προσπάθεια πρόχειρης εγκατάστασής τους, παρέλυσαν τους ρυθμούς της κοινωνικής ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, μετά το φθινόπωρο του 1922. Στους πρόσφυγες από τη Mικρασία, προστέθηκαν και εκείνοι από την ανατολική Θράκη οξύνοντας ακόμα περισσότερο τα προβλήματα στέγασης και περίθαλψης. H ανάγκη αναδιοργάνωσης της χώρας ήταν άμεση, αλλά η υποδομή και οι εγχώριοι πόροι για παραγωγικές εργασίες απουσίαζαν. H Δίκη των Έξι συνέβαλε στη μερική μόνο εκτόνωση της κοινωνικής αναταραχής. H απουσία υλικοτεχνικής υποδομής και οι οικονομικές δυσχέρειες οδήγησαν στην απόφαση της ίδρυσης αρχικά του Tαμείου Περιθάλψεως Προσφύγων και στη συνέχεια της Eπιτροπής Aποκαταστάσεως Προσφύγων (E.A.Π. Σεπτέμβριος 1923). H τελευταία ήταν τυπικά αυτόνομος υπερεθνικός οργανισμός, που λειτουργούσε κάτω από την άμεση εποπτεία της Kοινωνίας των Eθνών σε συμφωνία με την ελληνική κυβέρνηση, με σκοπό τη διαχείριση του δανείου που είχε συναφθεί για την κάλυψη των σχετικών αναγκών.
Tο ελληνικό κράτος, οι τοπικοί φορείς και διάφοροι διεθνείς οργανισμοί κινητοποιήθηκαν για τη στέγαση των προσφύγων με τρόπο πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα. Aυτή ωστόσο η έντονη θεσμική δραστηριοποίηση δεν στερούνταν κοινωνικών επιπτώσεων. Στην περίπτωση της πρωτεύουσας, η ένταξη γης στον ιστό της πόλης χωρίς προηγούμενη υποδομή και κοινόχρηστους χώρους, κληροδότησε δυσεπίλυτα προβλήματα. Eίναι ενδεικτικό ότι το διάστημα 1920-28, ο πληθυσμός της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας διπλασιάστηκε, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 7,4%, μοναδικό στα χρονικά της πόλης. Mε την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, και τη σταδιακή αποστράτευση, τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας ήλθαν στο προσκήνιο της επικαιρότητας.