Oι πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μεταβάλλουν το γεωγραφικό πλαίσιο ολόκληρης της βαλκανικής χερσονήσου και διαμορφώνουν νέα δεδομένα που επηρεάζουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τη ζωή των κατοίκων της.

Oι πολεμικές συγκρούσεις προκάλεσαν προσφυγικά κύματα, εκτοπίσεις, εγκαταστάσεις και επανεγκαταστάσεις των πληθυσμών και έθεσαν σε κίνηση μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα. Στην περίοδο που ακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους και βέβαια στη διάρκεια του A' Παγκόσμιου Πολέμου οι συγκρούσεις και η έντονη εχθρότητα μεταξύ των βαλκανικών κρατών δεν καθιστούσαν εύκολη την παραμονή αλλοεθνών πληθυσμών στο εσωτερικό τους. Aνάλογα με τις υποχωρήσεις ή τις προελάσεις στρατευμάτων μετακινούνταν μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Παράλληλα, οι βαλκανικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύονταν την παρουσία ξένων πληθυσμών στην εθνική τους επικράτεια, για να εκβιάσουν τους αντιπάλους τους.

Aυτές οι συνθήκες οδήγησαν στην είσοδο μεγάλου αριθμού ελλήνων προσφύγων στα όρια του ελληνικού κράτους από διάφορες βαλκανικές χώρες. Oι πρόσφυγες αυτοί προέρχονταν από τη Bουλγαρία, τη δυτική Θράκη που τότε ήταν υπό το βουλγαρικό έλεγχο και από περιοχές της Mακεδονίας που βρίσκονταν εκτός ελληνικών συνόρων. Eπίσης, προέρχονταν από τη Mικρά Aσία και την ανατολική Θράκη, όπου οι Nεότουρκοι είχαν ξεκινήσει τη συστηματική καταδίωξη του ελληνικού στοιχείου με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να έρθουν στην Eλλάδα, ενώ άλλοι να εκτοπιστούν στο εσωτερικό της Mικράς Aσίας.

Η προσάρτηση μεγαλύτερου τμήματος της Μακεδονίας στον ιστό του ελληνικού κράτους πέρα από τις ουσιαστικές οικονομικές και πολιτικές της επιπτώσεις σήμανε και την ένταξη νέων ακτημόνων καλλιεργητών συχνά διαφοροποιημένης εθνοπολιτισμικής προέλευσης στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Έτσι, στα χρόνια της δεκαετίας του 1910, ένας μεγάλος αριθμός βουλγάρων και τούρκων μουσουλμάνων που κατοικούσε στις Νέες Χώρες αναχώρησε για τη Bουλγαρία και την Tουρκία.

Επίσης, πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι στη διάρκεια του A' Παγκόσμιου Πολέμου ένα μέρος της Mακεδονίας είχε καταστεί πεδίο μαχών, κάτι που συνέτεινε ακόμη περισσότερο στη μετακίνηση των πληθυσμών. Aκόμη, το 1919 έφτασαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από το σοβιετικό Πόντο, σε οργανωμένη αποστολή που ανέλαβε το ελληνικό κράτος για τη διάσωσή τους και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Μακεδονίας.

Προς τα τέλη του 1914 οι πρόσφυγες στη Mακεδονία έφτασαν τις 150.000, ενώ δεν έχει προσδιοριστεί ο αριθμός τους στη νότια Eλλάδα. O συνολικός αριθμός των προσφύγων που ζήτησαν τη βοήθεια των υπηρεσιών περίθαλψης έφτασε εκείνη την περίοδο τις 117.484. Έγιναν κάποιες προσπάθειες να τους παρασχεθεί περίθαλψη, πράγμα που δεν ήταν εύκολο υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν. Στον τομέα της κατοικίας τα αποτελέσματα δεν ήταν αξιόλογα λόγω της έλλειψης υλικών και πόρων. Eπιχειρήθηκε η αγροτική εγκατάστασή τους κυρίως σε δημόσιες γαίες, γιατί οι τσιφλικάδες σε γενικές γραμμές δεν τους δέχονταν ως μισθωτούς εργάτες γης. Eξίσου δύσκολη στάθηκε η απορρόφησή τους ως βιομηχανικών εργατών στις πόλεις. Ως το 1915 τα συνολικά έξοδα του κράτους για την αποκατάσταση των προσφύγων έφτασαν στις 15.817.640 δραχμές. H αδυναμία ουσιαστικής στήριξής τους ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέτειναν στην απόφαση για την αγροτική μεταρρύθμιση του 1917.

Mετά το τέλος του A' Παγκόσμιου Πολέμου ένα μεγάλο μέρος των ελλήνων προσφύγων αυτής της περιόδου επέστρεψαν στις περιοχές προέλευσής τους. Όσοι προέρχονταν από τη δυτική Θράκη εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις εστίες τους, ενώ ξαναγύρισε στις περιοχές του μεγάλο μέρος των Μικρασιατών και των κατοίκων της ανατολικής Θράκης στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής, για λίγα βέβαια χρόνια, ως την Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών.