Στην ελληνική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού η αγροτική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί τον πιο αναπτυγμένο τομέα της οικονομίας. Ένα μεγάλο συνεπώς ποσοστό του ανθρώπινου δυναμικού της είναι αγρότες.

Υπολογίζεται πως αυτή την περίοδο το 65% του συνόλου του πληθυσμού της χώρας ασχολείται με τη γεωργία.

Οι αγρότες στη νότια και κεντρική Ελλάδα, μετά την οριστική διανομή των αγροτικών γαιών με τη μεταρρύθμιση του 1871, έχουν στην κατοχή τους μικρές και μεσαίες οικογενειακές ιδιοκτησίες. Παράγουν εμπορευματοποιημένα εξαγωγικά προϊόντα όπως η σταφίδα που τους εξασφαλίζουν κάποια αξιόλογα επίπεδα εισοδήματος. Παρόλα αυτά οι διεθνείς οικονομικές κρίσεις αλλά και ο προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής συχνά ακυρώνουν τη δυνατότητα συγκέντρωσης κεφαλαίου, δυνητικά διαθέσιμου για τη βελτίωση των καλλιεργητικών τους μεθόδων. Οι "μικροκτηματίες" ωστόσο αποτελούσαν μια κοινωνική κατηγορία, η οποία, συναρθρωμένη στο πελατειακό σύστημα, δε στερούνταν τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας και μέσα από την πρόσβασή της στην εκπαίδευση.

Στη βόρεια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, καθώς και σε κάποιους θύλακες της Στερεάς όπως η Εύβοια, η Αττική και η Φθιώτιδα επικρατούσε το καθεστώς της μεγάλης γαιοκτησίας. Οι καλλιεργητές είναι ενταγμένοι στο κολληγικό σύστημα ή δουλεύουν ως ημερομίσθιοι εργάτες. Παράγουν κυρίως δημητριακά, προϊόντα που προορίζονταν για την εγχώρια αγορά.
Aντιμέτωποι με τα προβλήματα που απέρρεαν από το γαιοκτητικό καθεστώς στο οποίο υπάγονταν, διατύπωσαν το αίτημα για την ανακατανομή της γης και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κοινωνικές αναταραχές στην πρώτη δεκαετία του αιώνα.
Eιδικότερα, μετά την προσάρτηση της Μακεδονίας το αγροτικό πρόβλημα γίνεται πιεστικό. Η εισροή χιλιάδων προσφύγων, συνέπεια των Βαλκανικών και του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και η μετατροπή των βόρειων επαρχιών της Ελλάδας σε πεδίο μαχών προκάλεσε τη μαζική έξοδο των χωρικών προς τις πόλεις ή το εξωτερικό.

H κτηνοτροφία βρίσκεται σε περίοδο παρακμής. Θεωρείται πως η αγροτική μεταρρύθμιση άσκησε αρνητική επίδραση σ' αυτόν τον κλάδο, γιατί κατατεμάχισε τις νομευτικές γαίες, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στη βόσκηση των κοπαδιών. Eπίσης περιοριζόταν η δυνατότητα των κτηνοτρόφων να πορισθούν ένα συμπληρωματικό εισόδημα κάνοντας εποχιακές αγροτικές εργασίες, αφού πια οι μικροϊδιοκτήτες δεν είχαν μεγάλη ανάγκη επιπλέον εργατικών χεριών. Έτσι, ένας σημαντικός αριθμός κτηνοτρόφων επέλεξε τη μόνιμη εγκατάσταση και επιδόθηκε στην καλλιέργεια γαιών χαμηλής αποδοτικότητας, περιορίζοντας αισθητά τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες ή εγκατέλειψε οριστικά την ύπαιθρο.