Οι ελληνικές διεκδικήσεις για την Ιωνία, όπως παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο της Ειρήνης, προσέκρουαν όχι μόνο στην τουρκική αντίδραση αλλά και σε ενδοσυμμαχικές διαφωνίες.

Οι Ιταλοί ειδικά αντιδρούσαν απροκάλυπτα, αντιμετωπίζοντας ανταγωνιστικά μια ενισχυμένη ελληνική παρουσία στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και επικαλούμενοι τη συνθήκη της Μωριέννης του 1917, σύμφωνα με την οποία τους παραχωρούνταν η Σμύρνη και το Ικόνιο, προκειμένου να παραιτηθούν από την πρόθεση να υπογράψουν χωριστή συνθήκη ειρήνης με την Αυστρία. Οι Αμερικανοί πάλι αμφισβητούσαν την αξιοπιστία της ίδιας της βούλησης των Ελλήνων της Ιωνίας να ενωθούν με την Ελλάδα και εκτιμούσαν ότι η παράλια Μικρά Ασία ήταν οργανικά συνδεμένη, γεωγραφικά και οικονομικά, με το εσωτερικό της Ανατολίας, ώστε να μπορέσει να αυτονομηθεί.

Η δυσφορία όμως των Αγγλογάλλων απέναντι στις εκβιαστικές απαιτήσεις της Ρώμης από τη μια και στην εντεινόμενη πίεση της τουρκικής εθνικιστικής κίνησης από την άλλη τους ώθησε, απόντος του ιταλού ομολόγου τους, να δώσουν στις 6 Μαΐου 1919, σε συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου της Συνδιασκέψεως, την έγκριση να αποβιβαστούν τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη με σκοπό τη διασφάλιση της τάξης και την προστασία του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής. Έτσι, στις 15 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη μέσα σε κλίμα εθνικού πανηγυρισμού των ντόπιων Ελλήνων που αντιμετώπισαν την απόβαση ως αρχή της απελευθέρωσης.