Μετά την αποτυχία της Συνδιάσκεψης για την Ελλάδα συγκεκριμενοποιείται ως δίλημμα, στρατιωτικό και διπλωματικό ταυτόχρονα, η απόφαση για την περαιτέρω πορεία: προέλαση στο εσωτερικό ως την Άγκυρα, προκειμένου να πληγεί ο Κεμάλ στην εστία του ή άμυνα στη γραμμή της συνθήκης;

Τελικά προκρίθηκε η επιθετική πολεμική τακτική για λόγους πολιτικούς. Το Μάιο του 1921 μετέβη στη Σμύρνη ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Τον Ιούνιο έγινε σύσκεψη στο Κορδελιό που ρύθμισε τις τελευταίες λεπτομέρειες της επίθεσης, την ίδια εποχή που οι Σύμμαχοι πρότειναν αναστολή των επιχειρήσεων, πρόταση που απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά.

Έτσι, το καλοκαίρι του 1921 άρχισε η ελληνική επίθεση από τέσσερα σημεία με απώτερο στόχο την κατάληψη της Άγκυρας. Ο ελληνικός στρατός θα προχωρήσει ως την Κιουτάχεια, με την ελπίδα να περικυκλώσει εκεί τον τουρκικό στρατό που αποσύρθηκε στα ενδότερα. Η σύσκεψη στην Κιουτάχεια υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου θα αποφασίσει περαιτέρω προέλαση παρά τις αντίθετες υποδείξεις και συστάσεις. Ο ελληνικός στρατός θα προχωρήσει και θα φτάσει ως το Σαγγάριο ποταμό. Η πολύνεκρη μάχη του Σαγγάριου ανέκοψε οριστικά την επιθετική πορεία του ελληνικού στρατού, ο οποίος τελικά συμπτύχθηκε στη γραμμή Εσκί-Σεχίρ-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ, όπου και θα καθηλωθεί για ένα χρόνο. Ο Κεμάλ είχε καταφέρει να παρασύρει τους Έλληνες μακριά από τις πηγές ανεφοδιασμού τους κάνοντας όλο και πιο εύθραυστο το μέτωπό τους σε περίπτωση επίθεσης, ενώ το ηθικό του στρατού, καθηλωμένου στον άξενο τόπο, ήταν προφανές ότι θα αποδυναμωνόταν.

Τον Οκτώβριο του 1921 ο Δημήτριος Γούναρης ξεκινά περιοδεία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με σκοπό να εξασφαλίσει τη σύναψη δανείου και να συμβάλει στη σύγκληση συνδιάσκεψης, προκειμένου να εξευρεθεί πλέον ειρηνικός διακανονισμός. Η Γαλλία είναι ολοένα και περισσότερο αντίθετη με κάθε ελληνική προσπάθεια, η Αγγλία απλώς πιο συναινετική.

Ο ίδιος ο Κεμάλ, σε θέση ισχύος πια, προτείνει τη σύναψη ειρήνης αλλά μόνο με τους όρους να αποδοθεί η Σμύρνη στην Τουρκία, να αποκτήσει η Θράκη τοπική αυτονομία και να καταβληθεί πολεμική αποζημίωση. Η ελληνική κυβέρνηση απορρίπτει τους όρους αυτούς και ο πόλεμος συνεχίζεται.

Το Μάρτιο του 1922 συγκλήθηκε νέα Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στο Παρίσι, όπου δεν έγινε άλλο από το να συμπληρωθεί το ήδη σαφές στρατιωτικό αδιέξοδο του Μικρασιατικού Ζητήματος και με διπλωματικό. Οι αντιπρόσωποι των Συμμάχων πρότειναν και στις δυο πλευρές όρους, προκειμένου να οδηγηθεί το όλο ζήτημα σε οριστική διευθέτηση και σύγκληση συνδιάσκεψης για τους όρους της ειρήνης. Οι προτάσεις των Συμμάχων αφαιρούσαν στην ουσία από την Ελλάδα όλα τα κέρδη της συνθήκης των Σεβρών, ενώ η τύχη των ελληνικών πληθυσμών της Μικρασίας έμοιαζε επισφαλής. Σε κάθε περίπτωση η άρνηση του Κεμάλ ακόμα και για τη διαδικασία της μεσολάβησης έλυσε το όποιο δίλημμα αποδοχής των συμμαχικών προτάσεων για την ελληνική κυβέρνηση.

Το καλοκαίρι πλέον του 1922 η ελληνική πλευρά θα προσανατολιστεί σε δύο απεγνωσμένες πρωτοβουλίες: η πρώτη στόχευε στη δημιουργία υπό την υψηλή τουρκική επικυριαρχία αυτόνομου μικρασιατικού κράτους με κέντρο τη Σμύρνη, εδραιωμένου στη βάση της ισότιμης συνεργασίας χριστιανών και μουσουλμάνων. Η δεύτερη ήταν πρόταση κατάληψης της Κωνσταντινούπολης ως μέσου πίεσης στην Άγκυρα. Η δεύτερη πρόταση συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση των Συμμάχων, ενώ για την πρώτη ήταν πια πολύ αργά, αφού ο Κεμάλ, κυρίαρχος του παιχνιδιού, προσανατολιζόταν σε επίθεση που θα κατατρόπωνε τον ελληνικό στρατό.