Mε τη συνθήκη του Λονδίνου είχε επιβεβαιωθεί η οριστική αποχώρηση των Oθωμανών από τα ευρωπαϊκά εδάφη της Aυτοκρατορίας. Έμενε όμως ανοικτό το θέμα της διανομής αυτών των εδαφών ανάμεσα στα έως τότε σύμμαχα βαλκανικά κράτη.

Aπό ελληνικής πλευράς, ο Λάμπρος Κορομηλάς είχε προτείνει το διεθνή έλεγχο της περιοχής των Στενών και της Πόλης, την απόδοση της δυτικής Θράκης, όπως αυτή οριζόταν ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, στη Βουλγαρία, ενώ η Μακεδονία από την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη και μέχρι τον Αυλώνα στις ακτές της Aδριατικής θα περιερχόταν στην Ελλάδα. Η Βουλγαρία απαιτούσε την εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, δηλαδή την προσάρτηση του συνόλου σχεδόν του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας μέχρι το Μοναστήρι. Ήταν γεγονός πως με αυτούς τους όρους δεν μπορούσε να υπάρχει συνεννόηση. Την ίδια περίπου στιγμή η Βουλγαρία είχε έντονες διαφωνίες με τη Σερβία για το μοίρασμα της περιοχής της βόρειας Μακεδονίας που είχε καταληφθεί από το σερβικό στρατό.

Αυτά τα δεδομένα οδήγησαν στη συγκρότηση ενιαίου ελληνοσερβικού μετώπου ενάντια στη Βουλγαρία, που επικυρώθηκε με συνθήκη φιλίας και αμοιβαίας προστασίας ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σερβία, η οποία υπογράφτηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19 Mαΐου/1 Iουνίου 1913. Με βάση αυτήν ορίζονταν τα συνόρα των δύο χωρών όπως περίπου είναι και σήμερα, αναγνωρίζοντας επί της ουσίας τα τετελεσμένα που είχε δημιουργήσει η κατοχή εδαφών από τους δύο στρατούς, ενώ παρέχονταν και εμπορικές διευκολύνσεις στους Σέρβους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, περιγράφονταν οι διεκδικήσεις των δύο κρατών έναντι της Βουλγαρίας, οι οποίες προβλεπόταν να λυθούν με διεθνή διαιτησία. Σε περίπτωση όμως άρνησης της τελευταίας να συναινέσει σε μια τέτοια προοπτική θα συγκρούονταν με αυτήν.

Η συνθήκη συνέτεινε στην ανάδειξη της κρίσης. Στις 17/30 Ιουνίου 1913 βουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν στις ελληνικές και τις σερβικές θέσεις στη Μακεδονία. Την ίδια ημέρα η ελληνική πλευρά απαίτησε την εκκένωση της Θεσσαλονίκης από τη βουλγαρική φρουρά που έδρευε εκεί από τον Οκτώβριο. Η άρνηση του αφοπλισμού και της αποχώρησής της οδήγησε σε συγκρούσεις μέσα στην πόλη με αρκετούς νεκρούς, οι οποίες τελείωσαν με την αιχμαλωσία όλου του βουλγαρικού στρατιωτικού τμήματος. Aκολούθησαν οι μάχες του Kιλκίς-Λαχανά και κατόπιν της Δοϊράνης, στις οποίες νίκησαν τα ελληνικά στρατεύματα, γεγονός που επέτρεψε την κατάληψη από τον ελληνικό στρατό του Kιλκίς, της Δράμας και των Σερρών, ενώ δυνάμεις του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατέλαβαν την Καβάλα και προωθήθηκαν προς τη δυτική Θράκη. Στις 18 Ιουλίου υπογράφτηκε ανακωχή που βρήκε σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση τα βουλγαρικά στρατεύματα. Oι τελικές διευθετήσεις έγιναν με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου.