Το 1921 και μέσα στο κλίμα αδιεξόδου, οικονομικού και διπλωματικού, που είχε δημιουργηθεί για την Ελλάδα σημειώθηκε η πρώτη κίνηση για δημιουργία αυτόνομου κράτους στην περιοχή της Σμύρνης.

Η αρχική πρωτοβουλία ήταν της "Εθνικής Άμυνας" της Κωνσταντινούπολης και επιδίωκε τη δημιουργία αυτόνομου "ιωνικού κράτους" στη Μικρά Ασία. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου η "Μικρασιατική Άμυνα", οργάνωση της Σμύρνης αντίστοιχη με αυτήν της Κωνσταντινούπολης, άρχισε επαφές με τους Αριστείδη Στεργιάδη και Αναστάσιο Παπούλα, η μύηση των οποίων θεωρήθηκε βασικός παράγοντας για την προώθηση του σχεδίου. Ο Στεργιάδης δε φάνηκε θετικός σ' αυτές τις πρώτες κρούσεις της "Μικρασιατικής Άμυνας". Αντίθετα ο Παπούλας επέδειξε περισσότερο ενθουσιασμό δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δε θα έκανε τίποτα χωρίς τη συγκατάθεση της Αθήνας.

Το Φεβρουάριο του 1922, σ' ένα δεύτερο κύκλο επαφών της Άμυνας με τον Παπούλα, προτάθηκε σ' αυτόν να τεθεί επικεφαλής του κινήματος για την αυτονόμηση της Ιωνίας. Ο Παπούλας δέχτηκε, συμβουλεύοντας όμως και πάλι να επιδιώξουν την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη της Αθήνας, χωρίς την οποία δεν υπήρχε ελπίδα επιτυχίας. Τα διαβήματα όμως προς την Αθήνα έμειναν μάλλον ατελέσφορα. Παράλληλα, ζητήθηκε από το Βενιζέλο η συμβουλή του ως προς τη διαχείριση του όλου θέματος. Εκείνος συμβούλεψε η όλη προσπάθεια να τείνει στη δημιουργία μικρασιατικού και όχι ιωνικού κράτους με χαρακτήρα χριστιανικό και μικρασιατικό και όχι αποκλειστικά ελληνικό, υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου.

Υπογράμμιζε ότι η Entente θα ήταν εκείνη που θα αποφάσιζε για την οριστική τύχη της περιοχής και συμβούλευε τον προσεταιρισμό του Αριστείδη Στεργιάδη. Τελικά, η όλη υπόθεση του αυτόνομου κράτους έπεσε στο κενό.

Τον Ιούλιο τέλος του 1922, ως ύστατη προσπάθεια διάσωσης του ελληνικού πληθυσμού, προτάθηκε από τον ίδιο το Στεργιάδη, με τη σύμφωνη γνώμη του Κωνσταντίνου και του Υπουργικού Συμβουλίου, στο αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών η δημιουργία "μικρασιατικού κράτους"- όχι πλέον με χριστιανικό χαρακτήρα όπως είχε συμβουλέψει ο Βενιζέλος το Μάρτη αλλά αποκλειστικά μικρασιατικού, με ισότιμη συμμετοχή του εγχώριου μουσουλμανικού στοιχείου στη διοίκηση του νέου κράτους. Αδύνατο σημείο και αυτού του τρίτου κατά σειρά σχεδίου ήταν η ανάγκη στρατιωτικής υποστήριξης του νέου κράτους από ελληνικές δυνάμεις που θα παρέμεναν εθελοντικά μετά την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων. Το "πάνδημο συλλαλητήριο" που οργάνωσε ο Στεργιάδης αποκάλυψε ότι τόσο η δυσπιστία του μουσουλμανικού στοιχείου όσο και η αντίθεση της "Μικρασιατικής Άμυνας" έκαναν τη λαϊκή συγκατάθεση στην πρόταση Στεργιάδη πολύ περιορισμένη.
Η αποτυχία πάντως του σχεδίου είχε να κάνει κυρίως με τη στάση των Δυνάμεων, οι οποίες απέρριπταν την ιδέα της μικρασιατικής αυτονομίας.