Το Συνέδριο της Ειρήνης άρχισε τις εργασίες του μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (1918).

Οι Σύμμαχοι προσπαθούσαν να καταλήξουν σε όρους ειρήνης με την Τουρκία και να επιλύσουν το όλο ζήτημα, ισορροπώντας ανάμεσα στην επίσημη καταδίκη της μυστικής διπλωματίας που επέβαλε ο σεβασμός της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών και της δέσμευσης που επέβαλαν οι ήδη υπογεγραμμένες απόρρητες συνθήκες του πολέμου αλλά και τα ίδια τους τα συμφέροντα, όπως είχαν αποκρυσταλλωθεί με αυτές.

Το Συνέδριο της Ειρήνης χαρακτηρίστηκε από την οξύτατη αντίθεση των συμμαχικών συμφερόντων και την τεράστια δυσκολία να ικανοποιηθούν όλα, αφού ήταν ανταγωνιστικά και ασύμβατα μεταξύ τους. Σε ένα τέτοιο κλίμα γινόταν ακόμα δυσκολότερο να ευοδωθούν τόσο οι αξιώσεις γενικά των εθνοτήτων για ανεξαρτοποίηση όσο και οι ελληνικές απαιτήσεις. Η αδιαλλαξία της κεμαλικής ηγεσίας δυσχέραινε επιπλέον την επίλυση του Μικρασιατικού από την αρχή του 1920, αφού έχουν διατυπωθεί οι αρχές του Εθνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με τις οποίες οι εθνικιστές θα αγωνίζονταν για την εδαφική ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας.

Στις συνεχείς συνδιασκέψεις συζητούνταν οι όροι της ειρήνης με την Τουρκία και τα μέσα για την επιβολή της, συναντώντας συνεχώς και νέες δυσχέρειες και επιφυλάξεις. Τελικά το καλοκαίρι του 1920 (28 Iουλίου/10 Aυγούστου) οι αντιπρόσωποι των Συμμάχων και των Συνασπισμένων Δυνάμεων υπέγραψαν τη συνθήκη των Σεβρών.