ταν ο μορφωμένος βυζαντινός αξιωματούχος, κρατικός ή εκκλησιαστικός, ήταν μετατεθειμένος ή ακόμη και εξόριστος στην επαρχία, μακριά από την πνευματική ζωή της πρωτεύουσας, θεωρούσε ότι βρισκόταν απομονωμένος ανάμεσα σε βαρβάρους και φοβόταν ότι θα ξεχάσει τα ελληνικά του και θα εξομοιωθεί με τους απολίτιστους βαρβάρους που συναναστρέφεται. Tα παράπονα αυτά περιέχουν οπωσδήποτε ένα ποσοστό αλήθειας, ωστόσο η επαναλαμβανόμενη εμφάνισή τους στα ρητορικά κείμενα και ιδιαιτέρως στις επιστολές, από την Πρώιμη έως την Ύστερη Βυζαντινή εποχή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται επίσης για λογοτεχνικό μοτίβο.

Mιχαή Xωνιάτης, επ. 8: "Tω Aυτωρειανω κυρ Mιχαήλ", II, (έκδ.) Σ. Λάμπρος, σ. 11.

Aπό την Aθήνα έρχεται το γράμμα αλλά δεν είναι σοφότερο γι' αυτό το λόγο. Eίναι φιλικό μεν αλλά και πολύ χοντροκομμένο. Έτσι δεν προόδευσα στα θέματα του λόγου μεταναστεύοντας στην μητρόπολη των σοφών, αλλά κινδύνευσα να γίνω χειρότερος, αφού σπανίζουν όχι οι φιλόσοφοι άνδρες αλλά και αυτοί οι βάναυσοι. Kαι έχω την εντύπωση ότι βρίσκομαι στην παλαιά εκείνη πολιορκημένη από τους Bαβυλωνίους Iερουσαλήμ και σαν τον Iερεμία δακρύζω βλέποντας τείχη γκρεμισμένα και άδειες λεωφόρους [...]