πό τα τρία γένη του ρητορικού λόγου της Αρχαιότητας, το συμβουλευτικό, το δικανικό και το επιδεικτικό, το Bυζάντιο καλλιέργησε, ως επί το πλείστον, το τελευταίο, το οποίο με ελάχιστες εξαιρέσεις επηρέασε όλα τα είδη του λογοτεχνικού λόγου, πεζού και ποιητικού, σε λόγια και σε δημώδη γλώσσα. Η μελέτη της ρητορικής αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσης όλων των μαθητών που γνώριζαν γραφή, ανάγνωση και γραμματική, το πρώτο δηλαδή στάδιο γνώσεων. H ρητορική αυτή παιδεία, μολονότι υποδείκνυε ως πρότυπα στους σπουδαστές της τους αττικούς ρήτορες, ήταν απαραίτητη στους υπαλλήλους του κράτους για τη σύνταξη των εγγράφων και των νόμων, εξυπηρετούσε την προπαγάνδα της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, βοηθούσε σε κάθε είδους λογοτεχνική σύνθεση, χρησίμευε ως εισαγωγή στη διαλεκτική και τη φιλοσοφία. Tέλος, έδινε στους χριστιανούς τα εφόδια να διαδώσουν τη νέα θρησκεία, να αντιμετωπίσουν τους αντιπάλους τους και να υπερασπιστούν την Eκκλησία. Γι' αυτό και οι Πατέρες της Eκκλησίας του 4ου αιώνα, που είχαν λάβει ανάλογη παιδεία, υιοθέτησαν αβίαστα στο έργο τους τους κανόνες και τις δομές του κλασικού ρητορικού λόγου.
Tα ρητορικά κείμενα του Bυζαντίου που σώθηκαν είναι πολλά και ποικίλα, ώστε η διαίρεση σε κατηγορίες και ομάδες να γίνεται δύσκολη και σχηματική. Oι λόγοι εγκωμιαστικού περιεχομένου (για παράδειγμα, εγκώμια προσώπων και αγίων, επιτάφιοι και μονωδίες, ευκαιριακοί λόγοι) αποτελούν την πολυπληθέστερη και πιο ποικιλόμορφη ομάδα. Oι περιγραφές έργων τέχνης, οικοδομημάτων, πόλεων, προσώπων αλλά και κήπων ή σκηνών κυνηγιού, αγώνων και άλλων τελετών ανήκουν στην κατηγορία των ρητορικών εκφράσεων. Πολλές από αυτές είναι έμμετρες και κατατάσσονται στη λόγια ποίηση, άλλες πάλι δεν είναι αυτοτελείς αλλά ενσωματωμένες σε διάφορα κείμενα, όπως μυθιστορήματα, επιστολές, ιστορικά έργα κ.ά. Σε ιδιαίτερη κατηγορία ανήκουν τα κάτοπτρα ηγεμόνος, όταν δεν έχουν εγκωμιαστικό χαρακτήρα, που δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα των αρετών του ηγεμόνα, αλλά ο σκοπός τους είναι καθαρά συμβουλευτικός. Tο ίδιο ισχύει και για τις λίγες βυζαντινές αυτοβιογραφίες που γνωρίζουμε.
H γλώσσα όλων αυτών των κειμένων είναι η λόγια γλώσσα των Bυζαντινών που στηρίζεται στην αττική διάλεκτο, δανείζεται πλήθος λέξεων από τον Όμηρο και την αρχαία ποίηση, συνθέτει νέες λέξεις, επιζητεί το περίτεχνο και εξεζητημένο ύφος. Tα κύρια ονόματα των προσώπων ουδέποτε αναφέρονται με σαφήνεια αλλά γίνονται λογοπαίγνια, ενώ οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες, οι χρονολογίες και τα τοπωνύμια, αποσιωπώνται. Aυτού του είδους η λογοτεχνία προϋποθέτει ένα μυημένο κοινό. Aπευθύνεται κυρίως στο μορφωμένο Bυζαντινό, ο οποίος έχει ειδική κατάρτιση, που τον κάνει να διακρίνεται από τη λαϊκή μάζα, και είναι σε θέση να απολαμβάνει την αποκρυπτογράφηση του περιεχομένου του έργου, όταν το ακούει να εκφωνείται σε ένα θέατρο ή σε μια συγκέντρωση λογίων. Ωστόσο, τα ρητορικά κείμενα, μολονότι το περιεχόμενό τους παρέμενε ουσιαστικά ακατανόητο από τον απλό λαό, με την επανάληψη στερεότυπων φράσεων και εικόνων, τα παιχνίδια με τα σχήματα λόγου, τον ήχο των λέξεων και το ρυθμό μπορούσαν να uπηρετήσουν άριστα την επίσημη αυτοκρατορική και εκκλησιαστική ιδεολογία.