Ναός του Δία
εισαγωγή
| άγαλμα
| μετόπες
| αετώματα
Το άγαλμα του Δία
Έργο του διάσημου γλύπτη Φειδία, που είχε επίσης φιλοτεχνήσει το περίφημο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου στον Παρθενώνα. Η ανεύρεση του εργαστηρίου του γλύπτη στην Ολυμπία, το οποίο τοποθετείται χρονικά μεταξύ του 430 και 420 π.Χ., επιτρέπει την ασφαλή χρονολόγηση του αγάλματος του Δία στην ίδια δεκαετία.
Το επιβλητικό άγαλμα (ύψος 12,25 μ.) αναπαρίστανε το θεό, καθισμένο σε θρόνο και στεφανωμένο με κλαδί ελιάς, να κρατά στο αριστερό του χέρι σκήπτρο με αετό και μια Νίκη (ύψος περ. 6 μ.) στη δεξιά του παλάμη. Το άγαλμα είχε ξύλινο πυρήνα και ήταν καλυμμένο από ελάσματα χρυσού και κομμάτια ελεφαντόδοντου. Το πρόσωπο, ο κορμός, οι βραχίονες και τα πόδια του θεού ήταν ελεφάντινα, ενώ στο ιμάτιο, στα μαλλιά, στη γενειάδα, στο σκήπτρο και στη Νίκη χρησιμοποιήθηκε χρυσός. Ο θρόνος του θεού ήταν από χρυσό, έβενο, ελεφαντόδοντο και πολύτιμους λίθους. Ήταν διακοσμημένος με διάφορες μυθολογικές σκηνές, όπως την αρπαγή των παιδιών των Θηβαίων, το φόνο των παιδιών της Νιόβης, καθώς και παραστάσεις αγωνισμάτων. Το άγαλμα είχε τοποθετηθεί σε βάθρο (9,82 μ. μήκος και 6,54 μ. πλάτος) από μαύρη ελευσινιακή πέτρα, το οποίο έφερε διακόσμηση με επιχρυσωμένες χάλκινες μορφές..
Αν και δεν έχει διασωθεί κανένα μέρος του αγάλματος, η μορφή του είναι γνωστή τόσο από απεικονίσεις του σε νομισματικές εκδόσεις, όσο και από τη λεπτομερή περιγραφή του περιηγητή Παυσανία κατά την επίσκεψή του στην Ολυμπία το 2ο αιώνα μ.Χ. Μετά την απαγόρευση των Ολυμπιακών Αγώνων (393 μ.Χ.), το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου καταστράφηκε σε πυρκαγιά το 475 μ.Χ.
|