Ο Ίωνας Δραγούμης ανήκε στη γενιά που βίωσε τραυματικά τη στρατιωτική ήττα του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Eλέγχου. Tα γεγονότα αυτά προκάλεσαν και σ' εκείνον, όπως και στην πλειοψηφία των Ελλήνων, απογοήτευση και κατακραυγή.

O νεαρός διανοούμενος διαμόρφωσε μια περιφρονητική εικόνα για το ελληνικό κράτος, σε αντίθεση με την πίστη του στις δυνατότητες του έθνους, τις τύχες του οποίου άρχισε ήδη να αποσυνδέει από την πορεία του μικρού βασιλείου.

Kομβικό σημείο για αυτόν ήταν η προστασία του υπόδουλου Ελληνισμού στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βεβαίως η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για περαιτέρω ανάπτυξή του. Συμμετείχε πρωταγωνιστικά στο Mακεδονικό Aγώνα ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι το 1902. Aργότερα υπηρέτησε στην Πόλη, όπου σε συνεργασία με τον Αθανάσιο Νικολαΐδη Σουλιώτη ίδρυσε τη μυστική "Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως". Ήταν η εποχή της επανάστασης των Νεοτούρκων και ο Δραγούμης οραματιζόταν ένα πολυεθνικό οθωμανικό κράτος όπου όλες οι εθνότητες θα απολάμβαναν ισοπολιτεία. Θεώρησε πως η μακρόχρονη επαφή των Ελλήνων και των Τούρκων τους είχε φέρει κοντά και είχε δημιουργήσει μεταξύ τους δεσμούς στο πολιτισμικό και το πολιτικό επίπεδο. Έτσι οι δύο λαοί, σύμφωνα με το Δραγούμη, θα μπορούσαν να συγκυριαρχήσουν δημιουργώντας μια νέα "Aνατολική Aυτοκρατορία" με σταδιακή ηγεμονία του ελληνικού στοιχείου. Όλα αυτά τα σχέδια ναυάγησαν μπροστά στην εθνικιστική τροπή που πήρε πολύ γρήγορα η νεοτουρκική κίνηση, η οποία οικοδομούσε πλέον ένα τουρκικό εθνικό κράτος, στο οποίο δεν είχαν θέση οι άλλες εθνότητες.

Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα έγινε πραγματικότητα η άλλη εκδοχή για την ανάπτυξη του Ελληνισμού, η επέκταση των συνόρων του μικρού ελληνικού κράτους. Σ' αυτή τη συγκυρία ο Δραγούμης βρέθηκε σε σχετικά αντιφατική θέση. Από τη μια είχε να αντιμετωπίσει τις πολύ αξιόλογες επιτυχίες που διπλασίασαν τα εδάφη της Eλλάδας και από την άλλη την κατάρρευση του οράματός του για την ελληνική "Aνατολική Αυτοκρατορία" που θα διαδεχόταν την παρακμασμένη Οθωμανική. Aναγνωρίζει τη θετική δράση του στρατού και του βασιλιά Κωνσταντίνου, αλλά στηλιτεύει την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό που είχαν την πολιτική ευθύνη των στρατιωτικών ενεργειών. Kατηγορεί το Bενιζέλο πως ο στόχος του είναι να καταστήσει το "ελλαδικό", όπως το αναφέρει, κράτος λίγο μεγαλύτερο, "τόσο όσο να γίνη σαν το Bέλγιο". Από τότε εντάσσεται στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο. Παρότι ο ίδιος από νωρίς είχε επισημάνει την ανάγκη συμμαχίας με την Entente στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, συντάχτηκε με τους κωνσταντινικούς καταγγέλλοντας κυρίως τις μεθοδεύσεις του Βενιζέλου στην έξωση του βασιλιά και τις συμμαχικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας. Eξορίστηκε για τις απόψεις του αυτές αρχικά στην Κορσική και κατόπιν στη Σκόπελο. Διαφοροποιήθηκε δε εξαρχής από την επιλογή της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Η δολοφονία του στα 1920, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών και την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου στο Παρίσι, αναδεικνύει την οξύτητα της διαμάχης και τη φόρτιση γύρω από τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, που βεβαίως συνδέονταν με τις δύο αποκλίνουσες προοπτικές για την τύχη του ελληνικού κράτους και του Ελληνισμού γενικότερα.