Στην περίοδο 1897-1922, ο Στρατός παίζει αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.

Το 1909, με το Κίνημα στο Γουδί, οι στρατιωτικοί εκφράζουν έντονη διαμαρτυρία για την πολιτική κατάσταση, διεκδικώντας την ικανοποίηση επαγγελματικών αιτημάτων αλλά και άλλων γενικότερων, κοινωνικού και εθνικού χαρακτήρα.

Η ενθουσιώδης λαϊκή υποδοχή της οποίας έτυχε του προσέδωσε την αίγλη μιας μικρής κοινωνικής επανάστασης. Άμεσα ο Βενιζέλος μεθόδευσε την εκ νέου μεταβίβαση της εξουσίας στους πολιτικούς.
Χαρακτηριστικά αυτής της στρατιωτικής παρέμβασης είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά οι στρατιωτικοί δρουν ανεξάρτητα από τους πολιτικούς και ότι δεν υπάρχει στόχος ανατροπής του κοινοβουλευτισμού ούτε του κοινωνικού συστήματος εν γένει.

Ο Στρατός έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Τον Αύγουστο του 1916 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη από φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς το κίνημα της Εθνικής Αμύνης, με κίνητρο την αγωνία για την τύχη των ελληνικών κερδών από τους Βαλκανικούς Πολέμους και κύριο στόχο την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Εntente.
Τον Ιούνιο του 1917 οι δύο στρατοί, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, ενώθηκαν στη Μακεδονία, οι δύο διοικήσεις συγχωνεύτηκαν και ο ελληνικός στρατός μπήκε στον πόλεμο.
Στο εξής ο στρατός θα βρεθεί βαθιά διχασμένος σε βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς. Αντεκδικήσεις των βενιζελικών και μαζικές αποτάξεις παγιώνουν το μίσος ανάμεσα στις δυο παρατάξεις, ξεκινώντας μια μακρά σειρά αλληλοδιώξεων και αλληλοαποτάξεων που θα συνεχιστούν ως το τέλος του Μεσοπολέμου και σε σημαντικό βαθμό θα εξηγήσουν τις συνεχιζόμενες παρεμβάσεις του Στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.

Τέλος, η "Επανάσταση του 1922", όπως είναι γνωστή η παρέμβαση των στρατιωτικών μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, είναι η επόμενη και ακόμα δυναμικότερη αυτόνομη στρατιωτική ενέργεια.

Εκφράζει την αγανάκτηση για τη μικρασιατική κατάληξη και διεκδικεί μια κάποια κάθαρση για την εθνική τραγωδία. Είναι επίσης η πρώτη φορά που οι στρατιωτικοί αναλαμβάνουν οι ίδιοι την άσκηση της εξουσίας.

Η περίοδος 1909-22 έχει υποστηριχθεί από το Θάνο Βερέμη ότι αποτελεί μια αυτοτελή περίοδο στρατιωτικών επεμβάσεων στην πολιτική ζωή της χώρας, με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες ή τις επόμενες ως προς τα γνωρίσματα, τα κίνητρα και τους στόχους της παρέμβασης. Το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι ο στρατός εκφράζει εθνικές ανησυχίες και αιτήματα κοινώς αποδεκτά από το κοινωνικό σώμα. Αντίθετα, κατά την επόμενη περιόδο ο στρατός παρεμβαίνει στην πολιτική για λόγους που έχουν να κάνουν μάλλον με συντεχνιακά του ζητήματα.

Οι αιτίες και οι προϋποθέσεις των παρεμβάσεων του στρατού στην ελληνική πολιτική κατά την εποχή που εξετάζουμε, από άποψη θεσμική συνδέονται με την κρίση του βασιλικού θεσμού στην πρώτη περίπτωση, τη θεσμική-πολιτειακή κρίση και πάλι στη δεύτερη, δηλαδή με τη σύγκρουση πρωθυπουργού-βασιλιά ως προς το φορέα διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής. Επίσης έχουν να κάνουν και με τις εσωτερικές διεργασίες και αλλαγές στη σύσταση του σώματος των αξιωματικών, οι οποίες συντελέστηκαν κατά τους Βαλκανικούς και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.