Τα ελληνικά κόμματα της περιόδου, όπως και της προηγούμενης, δε διαθέτουν προγράμματα με ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα ούτε εκπροσωπούν κοινωνικές τάξεις. Πρόκειται για προσωποπαγή κόμματα τα οποία είχαν αναπτύξει με το εκλογικό σώμα πελατειακές σχέσεις.

Πιο συγκεκριμένα, όπως έχει προτείνει ο Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά υπό τη συνάρτηση τεσσάρων συνιστωσών. Η πρώτη αφορά την ποιότητα της κομματικής ηγεσίας, τη χαρισματικότητα ή μη της προσωπικότητας που ηγείται του κόμματος. Η άλλη αφορά τα δίκτυα των πελατειακών σχέσεων που συνδέουν τους πολιτευτές του κόμματος με τους ψηφοφόρους τους, δομημένα στο επίπεδο της εκλογικής περιφέρειας με τη μορφή μιας πυραμίδας που έχει στην κορυφή τον πολιτευτή, τους τοπικούς παράγοντες-κομματάρχες ενδιάμεσα και τους εκλογείς στη βάση. Η τρίτη αφορά την παραταξιακή συνείδηση, δηλαδή τους δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους οπαδούς του ίδιου κόμματος και τη συνείδηση της διάκρισης σε "εμείς" και σε "αυτούς". Εδράζεται στην κοινή συστράτευση αλλά και στην από κοινού αντιμετώπιση της αντιπαλότητας και της επιθετικότητας των άλλων που σε συνθήκες πόλωσης, όπως τα χρόνια του Διχασμού, εκφράστηκαν με ανηλεείς διώξεις, βία, ακόμα και φυσική εξόντωση. Η τελευταία αφορά κοινωνικές αντιθέσεις από αυτές που φέρνουν αντιμέτωπες τις κοινωνικές τάξεις μεταξύ τους, αλλά πολύ περισσότερο άλλου τύπου κοινωνικά σύνολα και ομαδώσεις, στο πλαίσιο της ίδιας κοινωνικής τάξης ή και ευρύτερα.
Στην περίοδο που εξετάζουμε, βρέθηκαν αντιμέτωποι ως εκλογική βάση των κομμάτων τόσο γηγενείς -κάτοικοι Νέων Χωρών, αργότερα και πρόσφυγες, όσο και διαταξικές συμμαχίες.
Αυτή την εποχή πάντως εμφανίζονται γνωρίσματα των κομμάτων αρχών, καθώς δημιουργούνται και ταξικά κόμματα.