λάχιστα δείγματα δημοτικών τραγουδιών έχουν επιβιώσει από τους Βυζαντινούς χρόνους. Οι γνώσεις μας σχετικά με τη διάδοση και την αξιοποίηση του δημοτικού τραγουδιού στο Βυζάντιο είναι περιορισμένες.
Τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια, που στις καθιερωμένες συλλογές χαρακτηρίζονται ακριτικά, η αρχική σύνθεση των οποίων υποτίθεται ότι ανάγεται στους Βυζαντινούς χρόνους, είναι πολύ μεταγενέστερες συνθέσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με τη θεματολογία του ακριτικού κύκλου. Ωστόσο, το διαθέσιμο υλικό και οι διασκευές του ηρωικού-επικού ποιήματος Διγενής Ακρίτης πιστοποιούν την ύπαρξη μιας ζωντανής προφορικής παράδοσης που αποτέλεσε το υπόβαθρο της δημιουργίας τους.
Οι βυζαντινο-αραβικές συγκρούσεις αποτελούν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η σωζόμενη ηρωική ποίηση των Βυζαντινών, και πιο συγκεκριμένα τα τραγούδια του λεγόμενου ακριτικού κύκλου. Το άσμα του Αρμούρη αφηγείται τις προσπάθειες του ανήλικου γιου ενός βυζαντινού πολεμιστή να σώσει τον πατέρα του από την αραβική αιχμαλωσία. Παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα της ηρωικής μεσαιωνικής ποίησης που είναι: η σχέση με τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα (αντιστοιχία του Αρέστη του ποιήματος με το βυζαντινό στρατηγό Ορέστη και τις συγκρούσεις με τους Άραβες της περιοχής του Ευφράτη στις αρχές του 10ου αιώνα), η μυθοποίηση που συνδυάζεται με ζωηρή αίσθηση της πραγματικότητας και η λογοτυπική έκφραση.
Η αρχική σύνθεση του κειμένου (διαφορετική από τη σωζόμενη) θα πρέπει να θεωρηθεί προγενέστερη του Διγενή Ακρίτη και με κριτήριο το ύφος και το περιεχόμενο φέρει εντονότερα χαρακτηριστικά επικής σύνθεσης. Η διαμάχη Βυζαντινών και Αράβων αποτελεί το ιστορικό παρόν του ποιήματος, ενώ στο Διγενή η πλοκή διαδραματίζεται με φόντο τη συμφιλίωση και συνύπαρξη των δύο λαών.
Τα τραγούδια του Αρμούρη και του Υιού του Ανδρονίκου (που αφηγείται την επιδρομή Αράβων, την απαγωγή της εγκύου συζύγου του στρατηγού Ανδρονίκου και την απόδειξη της υπερφυσικής ανδρείας του γιου του που γεννιέται στην αιχμαλωσία) αποτελούν τα αρχαιότερα σωζόμενα δείγματα της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Εμφανίζουν σαφή χαρακτηριστικά του ύφους των δημοτικών τραγουδιών, αν και δεν μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα με αυτό των νεότερων δημοτικών τραγουδιών. Παραδίδονται σε χειρόγραφα, τα οποία πιθανότατα καταγράφουν την προφορική παράδοση της βυζαντινής ηρωικής ποίησης. Ίσως όμως η προφορική αυτή παράδοση δεν ήταν πια ενεργή, όταν έγινε η καταγραφή των κειμένων.

Το Άσμα του Αρμούρη. Στ. Αλεξίου (έκδ.), Βασίλειος Διγενής Ακρίτης και το Άσμα του Αρμούρη, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σ. 173.
Πτερνιστηρίαν* τον μαύρον του κ' επέρασέν τον πέρα./ Ουχί ν' αφήση καν τα ρούχα του ο νέος να στεγνώσουν,/ πτερνιστηρίαν τον μαύρον του εις τον Σαρακηνόν υπάγει/
και σφόνδυλον* τον έδωκε κ' εξεσαγόνιασέ τον:/
"Ειπέ, μωρέ Σαρακηνέ, πού έναι τα φουσάτα;"/
"Θεέ μου, σαλά* ρωτήματα τα έχουν οι ανδρειωμένοι,/ πρώτα να κρουν* τες σφονδυλές* και τότε να ρωτούσιν!/
Μα τον κυρ Ήλιον τον γλυκύν, μα την γλυκέαν του μάναν,/ εψές εξεδιαλέχθημεν καν εκατόν χιλιάδες,/
όλοι καλοί και εκλεκτοί, πρασινοσκουταράτοι*:/
ένι και τέτοιοι από εκεινούς, ουδέ χιλίους φοβούνται,/
ουδέ χιλίους, ουδέ μυρίους, ουδέ όσους απαντήσουν!"/
Πτερνιστηρία τον μαύρον του, άνω εις βουνίν ανέβη:/
φουσάτα* είδε κ' εγνώμιασεν*, αριφνισμόν* ουκ είχαν./
Και τότε πάλε το παιδίν ανανογάται*, λέγει:/
"Αν τους πηδήσω* αρμάτωτους*, πάντα καυχάσθαι θέλουν,/
ότι τους ηύρα αρμάτωτους και επήρα τους την πρόβαν*"./ Στριγγίαν* φωνήν ελάλησεν, όση κι αν εδυνέτον:/ "Σαρακηνοί, αρματώνεσθε, σκυλιά, λουρικωθήτε*:/ λουρικωθήτε γλήγορα, σκυλιά μαγαρισμένα:/
εις απιστίαν μην το 'χετε ότι απέρασεν ο Αρμούρης,/
ο Αρμούρης, ο Αρμουρόπουλος, ο Αρέστης ο ανδρειωμένος".


*πτερνιστηρία: σπιρούνισμα
*σφόνδυλος: γροθιά ή χτύπημα στους τραχηλικούς σφονδύλους
*κρουν: γ' πληθ. του ρ. κρούω, χτυπώ
*σαλός: ανόητος
*πρασινοσκουταράτος: με πράσινη ασπίδα (το χρώμα του Ισλάμ)
*φουσάτον: στράτευμα
*γνωμιάζω: υπολογίζω, μετρώ
*
αριφνισμός: αρίθμηση
*ανανογούμαι: σκέπτομαι
*πηδώ (+αιτ.): επιτίθεμαι
*αρμάτωτος: άοπλος
*επήρα την πρόβαν: δοκίμασα κάποιον σε προκριματικό αγώνα και κέρδισα, νίκησα
*στριγγία (θηλ.): σε οξύ, υψηλό τόνο
*λουρικώνομαι: βάζω το θώρακα