ι διαφορές ανάμεσα στα χειρόγραφα που παραδίδουν το ίδιο κείμενο αλλά και οι ομοιότητες ανάμεσα σε διαφορετικά κείμενα συχνά αποδίδονται στην προφορικότητα, είτε κατά τη σύνθεση είτε κατά την παράδοση-διαδικασία διάδοσης των έργων. Με τον όρο "προφορικότητα", κατά το Γ. Σηφάκη, εννοούμε τη μέθοδο του προφορικού αυτοσχεδιασμού που στηρίζεται σε ένα παραδοσιακό σύστημα λογότυπων, οι οποίοι αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα νοήματα, έναν τρόπο σύνθεσης που χαρακτηρίζει τα ομηρικά έπη. Αυτός ο τρόπος σύνθεσης δε στηρίζεται στη βοήθεια της γραφής.
Το κύριο στοιχείο της προφορικότητας είναι οι φόρμουλες ή οι λογότυποι, στερεότυπα επαναλαμβανόμενες λέξεις ή φράσεις που αποτελούν σημασιακές μονάδες, μικροσκοπικά μοτίβα περιεχομένου και μορφής που απομνημονεύονται και ανακαλούνται στη μνήμη εύκολα, όχι όμως πάντα απαράλλαχτα. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι φράσεις: "πηδά, καβαλικεύει", "και γαρ εγέννησεν υιόν", "ξανθός και σγουροκέφαλος, ευόφθαλμος, ωραίος". Σε επίπεδο διάταξης περιεχομένου τέτοια στοιχεία είναι το σύστημα ανάπτυξης τυπικών σκηνών (ανάλογα με το ποιητικό είδος) σε ομάδες στίχων που αποτελούν ευδιάκριτες ενότητες του κειμένου.
Μία ομάδα μελετητών πιστεύει ότι πίσω από τα σωζόμενα κείμενα της βυζαντινής δημώδους γραμματείας λανθάνει συνήθως μία προφορική σύνθεση. Οι αναφορές στη γραφή που συναντώνται στα κείμενα, όπως μας έχουν διασωθεί, οφείλονται σε παρεμβάσεις μεταγενέστερων ποιητών που ήθελαν να δείξουν ότι τα ποιήματα ήταν εξαρχής συνθέσεις γραπτές.
Άλλοι μελετητές πάλι υποστηρίζουν ότι οι κοινοί τόποι, οι λογότυποι αλλά και οι άλλες ομοιότητες στη μορφή και το περιεχόμενο των στίχων που παρουσιάζουν διαφορετικά έργα αποτελούν απόδειξη συνειδητής μίμησης και δανεισμών (ένα είδος λογοκλοπής) του ενός ποιητή από τον άλλο.
Ανάμεσα στις δύο αυτές ακραίες θέσεις κινούνται άλλοι μελετητές, όπως ο H. Eideneier, ο οποίος υποστηρίζει ότι τα έργα της δημώδους γραμματείας αποτελούν προϊόντα συγγραφής, όμως πέρασαν στην προφορική παράδοση και στη συνέχεια διαδόθηκαν παράλληλα γραπτά και προφορικά. Φορείς της προφορικής παράδοσης ήταν επαγγελματίες "απαγγέλλοντες ποιητάρηδες" με ρεπερτόριο που περιλάμβανε όλα τα είδη των έργων.
Ο Γ. Σηφάκης πιστεύει ότι το κλειδί για την κατανόηση του χαρακτήρα της βυζαντινής αλλά και της μεταγενέστερης δημώδους λογοτεχνίας δεν είναι το προφορικό αλλά το παραδοσιακό. Στο λαϊκό πολιτισμό ό,τι είναι προφορικό είναι παραδοσιακό, χωρίς όμως απαραίτητα να ισχύει και το αντίστροφο. Επομένως δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία της προφορικής δημιουργίας ή παράδοσης των έργων (που στην πλειοψηφία τους είναι λόγια), για να εξηγήσουμε τις επαναλήψεις, τα παράλληλα, τους λογότυπους και την παρουσία διαφορετικών παραλλαγών.
Πρέπει να κατανοήσουμε όμως ότι τα έργα ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό και ιδεολογικό περιβάλλον και μοιράζονται ένα κοινό θεματολόγιο και ύφος. Οι ποιητές της δημώδους γραμματείας ήταν γράφοντες, παραδοσιακοί ποιητές, όχι ποιητές-τραγουδιστές, με τις δικές τους συμβάσεις και το δικό τους ποιητικό κόσμο, που βρισκόταν σε επαφή και ως ένα σημείο συνέπιπτε, χωρίς όμως να ταυτίζεται, με τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού.
Αντλούσαν άμεσα ή έμμεσα τόσο από το δημοτικό τραγούδι όσο και από γραπτές πηγές. Κατά το Γ. Σηφάκη, χρησιμοποιούσαν λογότυπους που είχαν καθιερωθεί ως ιδεώδεις αποδόσεις συγκεκριμένων, πολύ χρήσιμων για το ποιητικό είδος, νοημάτων. Αν ο ποιητής επιτύγχανε να αποδώσει ωραία ένα νόημα με ένα στίχο ή ένα ημιστίχιο [...] δε δίσταζε να χρησιμοποιούσε το εύρημά του στη συνέχεια, όσες φορές κι αν χρειαζόταν, και η φόρμουλα ενδέχεται να πέρασε συν τω χρόνω σε κοινή χρήση και να έγινε έτσι μέρος της ποιητικής κοινής.
Στο μεσαιωνικό κόσμο η δημιουργικότητα δεν ταυτίζεται με την πρωτοτυπία, αλλά με τη δημιουργική αξιοποίηση της παράδοσης και η δημιουργική αξιοποίηση αφορά τόσο στο αφηγηματικό υλικό των έργων όσο και στο ίδιο το γλωσσικό και ποιητικό υλικό των λογότυπων.