ΕΛΛΑΔΑ
Αθήνα     Θεσσαλονίκη     Φίλιπποι

Αθήνα: Aπό την ειδωλολατρία στο Xριστιανισμό
  Σε όλη τη διάρκεια των Πρώιμων Bυζαντινών χρόνων η Αθήνα παρέμεινε προπύργιο της ειδωλολατρικής θρησκείας και παιδείας. Οι σχολές ρητορικής και φιλοσοφίας προσέλκυαν πολλούς λόγιους. Ο Ιουλιανός (361-363), ο τελευταίος αυτοκράτορας που υποστήριξε τον πολυθεϊσμό, συνάντησε αρκετούς σοφιστές και ρήτορες κατά την παραμονή του στην Αθήνα (355) και αποκατέστησε πολλούς από τους ειδωλολατρικούς ναούς που είχαν καταστραφεί το 267, όταν οι Έρουλοι λεηλάτησαν την πόλη.
  Η Αθήνα έχει να επιδείξει λιγοστά και αρκετά όψιμα σημάδια της ανόδου του Χριστιανισμού. Το τετράκογχο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, η πρώτη σημαντική εκκλησία που χτίστηκε στο μνημειώδες κέντρο της πόλης, χρονολογείται στον 5ο αιώνα.
  Πιθανόν να ήταν αφιερωμένο στην Παναγία (όπως δηλώνει το όνομα του μεταγενέστερου παρεκκλησίου του 12ου αιώνα, Μεγάλη Παναγία), τη χριστιανική διάδοχο της παραδοσιακής προστάτιδας της πόλης, της θεάς Αθηνάς, της οποίας το άγαλμα βρισκόταν στην Ακρόπολη μέχρι τον 5ο αιώνα, προστατεύοντας σύμφωνα με την κοινή δοξασία την πόλη από τους ξένους εισβολείς. Η απαγόρευση από τον Ιουστινιανό (529) της διδασκαλίας από πολυθεϊστές, που οδήγησε στο κλείσιμο των σχολών της Αθήνας, ήταν το τελικό πλήγμα στο κύρος της πόλης. Από τον ίδιο αυτοκράτορα, ή το αργότερο μέχρι το 693, ο Παρθενώνας, ο ναός της Αθηνάς, μετατράπηκε σε καθεδρικό ναό και αφιερώθηκε στην Παναγία.
  Το ένδοξο παρελθόν της πόλης ενίσχυε την πίστη της ανώτερης τάξης. Τόσο η πολυθεϊστική αστική αριστοκρατία όσο και η αυξανόμενη χριστιανική κοινότητα επένδυσαν τον πλούτο τους στην ανασυγκρότηση της πόλης, μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι εισβολές των Ερούλων (267), των Γότθων (396) και των Σλάβων (περίπου 582).
  Η αυτοκράτειρα Ευδοκία, της οποίας το βαφτιστικό όνομα ήταν Αθηναΐς, γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν κόρη του ειδωλολάτρη σοφιστή Λεόντιου. Η Ευδοκία ασπάστηκε το Χριστιανισμό, όταν το 421 παντρεύτηκε το Θεοδόσιο Β', και διακρίθηκε ως προστάτιδα της Εκκλησίας και του μοναχισμού στην Κωνσταντινουπόλη και στην Παλαιστίνη, όπου αναζήτησε καταφύγιο στις αρχές του 440. Στη γενέτειρά της, η Ευδοκία έχτισε ένα μεγάλο ανάκτορο για την ίδια και τον αδελφό της Γέσσιο, ο οποίος αμέσως μετά το γάμο της αδελφής του είχε διοριστεί έπαρχος του πραιτωρίου του Ιλλυρικού (praefectus praetorio per Illyricum), όπου περιλαμβανόταν και ο ελλαδικός χώρος. Πιθανόν η ίδια να παρήγγειλε την κατασκευή της τετράκογχης εκκλησίας στη Βιβλιοθήκη του Αδριανού.
  Το αποκαλούμενο ανάκτορο της Ευδοκίας ή του Γεσσίου, ένα μεγαλοπρεπές σύμπλεγμα που συνδύαζε δημόσιες και ιδιωτικές λειτουργίες, χτίστηκε στην Αγορά γύρω στο 420. Το μνημειώδες πρόπυλο στηριζόταν σε τέσσερα βάθρα των μέσων του 2ου αιώνα, σε δεύτερη χρήση, διακοσμημένα με έξι κολοσσιαία αγάλματα Γιγάντων και Τριτώνων (τρία από αυτά στέκουν ακόμη στη θέση τους). Το πρόπυλο οδηγούσε σε ένα κύριο περίστυλο αίθριο, το οποίο συνδεόταν με την κυρίως κατοικία με ένα διπλό προθάλαμο και μία ημικυκλική αυλή. Δύο περίστυλες αυλές όριζαν τις πτέρυγες των ενδιαιτημάτων και αναψυχής, με τα πολυάριθμα δωμάτια, τα λουτρά (τα τελευταία προστέθηκαν στο α' μισό του 6ου αιώνα) και τους βοηθητικούς χώρους. Ένας ευρύχωρος τρίκλινος βρισκόταν στο απώτατο άκρο της μεγαλύτερης αυλής. Το ανάκτορο περιέβαλαν κήποι.
  Όσον αφορά το σύνθετο σχέδιο και τις μεγάλες αναλογίες του το ανάκτορο της Ευδοκίας θυμίζει τις τεράστιες αγροτικές επαύλεις της ρωμαϊκής Δύσης, όπως της Piazza Armerina στη Σικελία ή της Montmaurin στη νότια Γαλατία. Ήταν όμως σαφώς τοποθετημένο σε αστικό περιβάλλον. Ακριβώς νότια του ανακτόρου, στη βόρεια πλαγιά του Αρείου Πάγου έχουν ανασκαφτεί αρκετά μέγαρα και δημόσια λουτρά. Τα πρώτα είχαν χτιστεί ή ανακατασκευαστεί τον 5ο και 6ο αιώνα από ειδωλολάτρες αριστοκράτες και είχαν διαρρύθμιση παρόμοια με των αστικών μεγάρων της Απάμειας, όπως περίστυλες αυλές και πλούσιους χώρους υποδοχής.
  Η οικία Γ (γνωστή και ως οικία Ωμέγα) περιλάμβανε έναν ενδιαφέροντα αψιδωτό τρίκλινο. Τις τρεις πλευρές του δωματίου περιέτρεχε ένα φαρδύ ψηφιδωτό δάπεδο σε σχήμα Π, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα ανάκλιντρα του δείπνου. Μία ημικυκλική βαθμιδωτή λεκάνη που τροδοφοτούνταν με νερό φυσικής πηγής καταλάμβανε την αψίδα στην άλλη πλευρά του δωματίου. Ο τρίκλινος ήταν ένα δροσερό καταφύγιο στη διάρκεια των ζεστών καλοκαιρινών μηνών. Την οικία Γ διακοσμούσαν αρχαία μαρμάρινα αγάλματα, τα οποία αφαιρέθηκαν και αποθηκεύτηκαν στις αρχές του 6ου αιώνα.

 
Δες επίσης: Ειδωλολατρία-Χριστιανισμός, Aστικό περιβάλλον