πατήστε για μεγέθυνση

 

πατήστε για μεγέθυνση

 

πατήστε για μεγέθυνση

 

 

Oι Iωαννίτες ιππότες

Ο κανόνας του τάγματος των Ιωαννιτών ιπποτών (Chevaliers de Saint Jean de Jerusalem ή Hospitalarii) ίσχυε ήδη από το 1156 και είχε τις ρίζες του στον αντίστοιχο κανόνα του τάγματος του Αγίου Βενεδίκτου. Όμως το τάγμα αυτό δεν ήταν αυστηρά μοναστικό, όπως για παράδειγμα οι Βενεδικτίνοι ή οι Κιστερκιανοί, και δεν αποτελούσε λαϊκή αδελφότητα, όπως πολλά από τα μικρά τάγματα που πρόσφεραν νοσηλευτικές υπηρεσίες κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα.

Ανήκε σε μια ολιγομελή αλλά σημαντική ομάδα ταγμάτων της Καθολικής Εκκλησίας με υποχρεώσεις και δικαιώματα θρησκευτικά, στρατιωτικά και κοινωνικά. Μαζί με τους Ναΐτες (Fratres templi), από την αρχή του 12ου αιώνα θεωρούνταν ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος της σταυροφορικής ιδεολογίας και μαχόταν με το ξίφος την αντίπαλη μουσουλμανική στην Ανατολή. Υπαγόταν απευθείας στον πάπα, και όχι στους κατά τόπους επισκόπους, και έπρεπε να συντηρεί στην έδρα του μεγάλο νοσοκομείο προορισμένο για την περίθαλψη των υπερασπιστών της πίστης και των λαϊκών της περιοχής.

Κυρίαρχο στοιχείο της συγκρότησης του τάγματος ήταν η αυστηρή ταξική κλιμάκωση, την οποία συνιστούσαν τρεις τάξεις που αντικατόπτριζαν την τριμερή υποδιαίρεση της μεσαιωνικής δυτικοευρωπαϊκής κοινωνίας σε ευγενείς, κλήρο και λαό. Την πρώτη τάξη συγκροτούσαν οι ιππότες (milites), που ήταν ευγενείς, ασκούσαν την εξουσία και αναλάμβαναν κατ' αποκλειστικότητα τα υψηλά διοικητικά και στρατιωτικά αξιώματα. Τη δεύτερη τάξη αποτελούσαν οι capellani, που δεν ήταν ευγενείς, δεν έπρεπε όμως οι γονείς τους να είναι δούλοι και τα καθήκοντά τους αφορούσαν την εκτέλεση των θρησκευτικών ιεροτελεστιών του τάγματος. Στην τρίτη τάξη εντάσσονταν οι σεργέντες (servientes armorum), γόνοι ελευθέρων, που βοηθούσαν τους ιππότες στον πόλεμο, τη διοίκηση και την περίθαλψη αρρώστων, φτωχών και αναξιοπαθούντων.

Οι Ιωαννίτες ήταν διεθνής οργανισμός που τα μέλη του προέρχονταν από πολλές χώρες της Δύσης. Οι εθνικές ομάδες του τάγματος συγκροτούσαν τις επτά γλώσσες (lingua): της Προβηγκίας, της Ωβέρνης, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Αραγονίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας. Ο αρχηγός της κάθε γλώσσας (pillerius) ανήκε στην υψηλότερη κατηγορία των αξιωμάτων και ήταν επιφορτισμένος με συγκεκριμένα καθήκοντα στον κρατικό μηχανισμό. Η καθεμία γλώσσα διατηρούσε στη Ρόδο το κατάλυμά της, στο οποίο συγκεντρώνονταν τα μέλη της και φιλοξενούνταν προσωπικότητες από τη δυτική Ευρώπη, όταν διέρχονταν από το νησί.

 

Διοίκηση

Την κεντρική διοίκηση του τάγματος συνιστούσαν:

α) Η γενική σύνοδος (Chapitre General), η οποία συγκροτούνταν από το σύνολο των μελών του τάγματος, ήταν το ανώτερο διοικητικό όργανο και είχε τον απόλυτο έλεγχο όλων των ενεργειών των διοικητικών και στρατιωτικών οργάνων του κράτους.

β) Ο μεγάλος μάγιστρος (Grand Maitre), ο οποίος ήταν ο προϊστάμενος της δημόσιας διοίκησης και ο αρχηγός του στρατού στην ξηρά και στη θάλασσα.

γ) Το συμβούλιο (Conseil ή Couvent), το οποίο ήταν επιφορτισμένο με ρόλο βοηθητικό του μεγάλου μαγίστρου στη δημόσια και στρατιωτική διοίκηση.


Οι αρμοδιότητες όλων των παραπάνω δε μας είναι γνωστές όσον αφορά την ακριβή τους οριοθέτηση, ενώ είναι σίγουρο ότι υπέστησαν σταδιακά αλλοίωση. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της Ρόδου από το τάγμα, τα αξιώματα του συμβουλίου παραδίδονται ως εξής: Grand Precepteur ή Grand Commandeur (αρχηγός της γλώσσας της Προβηγκίας και δεύτερος στην ιεραρχία μετά το μεγάλο μάγιστρο), Marechal (αρχηγός της γλώσσας της Ωβέρνης και υπεύθυνος για τον εφοδιασμό του στρατού και του ναυτικού), Hospitalier (αρχηγός της γλώσσας της Γαλλίας και προϊστάμενος του νοσοκομείου), Drapier ή Grand Conservateur (αρχηγός της γλώσσας της Αραγονίας και υπεύθυνος ιματισμού του τάγματος), Tresorier ή Grand Bailli (αρχηγός της γλώσσας της Γερμανίας και διαχειριστής των κτημάτων του τάγματος), Amiral (αρχηγός της γλώσσας της Ιταλίας και αρχηγός του στόλου), Turcopliers (αρχηγός της γλώσσας της Αγγλίας και αρχηγός του ελαφρού ιππικού), Grand Chancellier (από το 1461 και εξής αρχηγός της νεότερης γλώσσας της Καστίλλης, προϊστάμενος της γραμματείας του μεγάλου μαγίστρου). Η δικαιοσύνη, τέλος, ασκούνταν από δικαστές, οι οποίοι τελούσαν υπό την εξουσία του Bailli de Rhodes, διορισμένου απευθείας από το μεγάλο μάγιστρο.

Αξιώματα όπως των λογοθετών, των καλών ανθρώπων και του συμβουλίου των γερόντων είναι θεσμοί με αδιευκρίνιστες αρμοδιότητες, αποτελούν ωστόσο μία ένδειξη ότι αφήνονται κάποια περιθώρια αυτοδιοίκησης στο ελληνικό στοιχείο του νησιού. Έκτακτα συγκαλούνταν επίσης μικτές επιτροπές από Φράγκους και Έλληνες, προκειμένου να αποφασίσουν για σοβαρά ζητήματα.

 

Εκκλησία

Αρχικά, ο ορθόδοξος μητροπολίτης της Ρόδου φαίνεται ότι εκδιώχθηκε από το νησί ως εκπρόσωπος της βυζαντινής ιδεολογίας. Το τάγμα είχε αποσπάσει το προνόμιο να διορίζει το λατίνο αρχιεπίσκοπο με υποκείμενες σ' αυτόν τις επισκοπές των γύρω νησιών.

Η παραπάνω κατάσταση άλλαξε από τα μέσα του 15ου αιώνα, όταν άρχισαν οι διεργασίες για την ένωση της Λατινικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη ροδιακή Εκκλησία έγινε αποδεκτός ένας ιδιόρρυθμος ουνιτισμός και ως το τέλος της Φραγκοκρατίας τοποθετούνταν σ' αυτή ορθόδοξοι αρχιερείς. Η επιλογή τους γινόταν από το μεγάλο μάγιστρο μεταξύ 2-3 υποψηφίων που του παρουσίαζαν ορθόδοξοι εκλέκτορες της Ρόδου, κληρικοί και λαϊκοί. Ο εγκεκριμένος ιεράρχης παρείχε όρκο πίστης στο μεγάλο μάγιστρο και στο λατίνο αρχιεπίσκοπο ως αντιπρόσωπο του πάπα και χειροτονούνταν από ορθόδοξους ιερείς.

Οι ορθόδοξοι ήταν ελεύθεροι να εκτελούν τις ιεροπραξίες τους, ενώ οι δίκες ορθόδοξων κληρικών και οι γάμοι Ελλήνων ανήκαν στη δικαιοδοσία του λατίνου αρχιεπισκόπου και του ορθόδοξου μητροπολίτη, δίχως ο ένας να μπορεί να νομιμοποιήσει καμία πράξη χωρίς τη σύμπραξη του άλλου. Στις αστικές υποθέσεις επικρατούσαν τα έθιμα του τόπου, ενώ εξουσία επί της εκκλησιαστικής περιουσίας διατηρούσε ο μεγάλος μάγιστρος.