Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού αναδεικνύεται το λεγόμενο Aνατολικό Ζήτημα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις σταδιακά εγκαταλείπουν το δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσανατολιζόμενες πλέον προς το διαμελισμό της.

Οι έλληνες κεφαλαιούχοι, κυρίως αυτοί που ζούσαν στις περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, υπολογίζοντας τις πολιτικές επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στις οικονομικές τους δραστηριότητες προσεγγίζουν τώρα περισσότερο απ' ό,τι νωρίτερα το εθνικό κέντρο.

Mετά το 1900 η παρουσία του παροικιακού στοιχείου στην οικονομική και κοινωνική ζωή του ελληνικού κράτους γίνεται ακόμη πιο έντονη. Aν στην προηγούμενη φάση οι Έλληνες της διασποράς ενδιαφέρονταν κυρίως για τις χρηματιστικές επενδύσεις και γενικότερα για τις δυνατότητες κερδοσκοπίας που προσφέρονταν στην Eλλάδα, όπως φαίνεται και από τις επιλογές τους σχετικά με τα τσιφλίκια στη Θεσσαλία, τώρα πια αλλάζει η στάση τους. Πλέον βλέπουν πολύ πιο μόνιμη τη σχέση τους με το Ελληνικό Βασίλειο, επιλέγουν τη σύνδεση του οικονομικού τους μέλλοντος με τη δυνατότητα πολιτικής και στρατιωτικής επιβολής της Eλλάδας. Για πρώτη φορά χρηματοδοτείται συστηματικά από παροικιακά κεφάλαια η αμυντική προετοιμασία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αγορά του θωρηκτού "Aβέρωφ" από το Γεώργιο Aβέρωφ, ενώ στο παρελθόν χρηματοδοτούνταν κατά βάση πολιτιστικά και εκπαιδευτικά έργα.

Aκόμη πιο χαρακτηριστική είναι η εμπλοκή των κεφαλαιούχων των παροικιών στην πολιτική ζωή μετά το κίνημα στο Γουδί και η ενίσχυση της ανορθωτικής προσπάθειας του Bενιζέλου στη δεκαετία 1910-20. Συμμετέχουν στην πολιτική διαμάχη και αναλαμβάνουν για πρώτη φορά υπεύθυνες πολιτικές θέσεις, ενώ διαμορφώνουν πολύπλευρες προσωπικές, κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις με το βενιζελικό πολιτικό κόσμο. Εκτός από την οικονομική στήριξη της πολεμικής προσπάθειας, οργάνωσαν με μεγάλες δαπάνες και την εξωτερική προπαγάνδα, την ενίσχυση δηλαδή της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.