|
Οι Ένορκοι
Κάθε καλοκαίρι, στα μέσα του Ιουλίου, στην αρχή
του αθηναϊκού ημερολογιακού έτους, 6000 Αθηναίοι από εκείνους που είχαν
προσφερθεί εθελοντικά κληρώνονταν για να υπηρετήσουν ως ένορκοι για ένα χρόνο.
Εκείνοι που εκλέγονταν έπρεπε να δώσουν τον όρκο των Ηλιαστών (Δημοσθένης,
Κατά Τιμοκράτους, 149-51).
Δύο προϋποθέσεις υπήρχαν για να γίνει κάποιος ένορκος:
η ιθαγένεια και η ηλικία. Μετά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., Αθηναίος
θεωρούνταν οποιοσδήποτε είχε γεννηθεί από αθηναίους γονείς και δεν είχε στερηθεί
τα πολιτικά του δικαιώματα, μέσω σχετικού νόμου (ατιμία), ή δεν είχε
κηρυχτεί οφειλέτης του κράτους. Ηλικιακά έπρεπε να είναι τουλάχιστον 30 ετών.
Εάν κάποιος βρισκόταν ένορκος στο δικαστήριο, χωρίς
να έχει το δικαίωμα, του επιβαλλόταν πρόστιμο το οποίο έπρεπε να πληρωθεί αμέσως,
διαφορετικά φυλακιζόταν. Αφού ο κάθε ένορκος είχε γίνει δεκτός, έπαιρνε το πινάκιον.
Εκείνοι που ήταν σε συνθέσεις και δίκαζαν υποθέσεις αμείβονταν με 2 οβολούς την ημέρα, στα μέσα του 5ου αιώνα, και με 3 οβολούς την ημέρα,
πιθανόν μετά το 425 π.Χ.
Κάθε εργάσιμη ημέρα (200 περίπου εργάσιμες το χρόνο)
σχηματίζονταν από τους 6000 ενόρκους συνθέσεις αποτελούμενες από σχεδόν 500
ενόρκους για δημόσιες υποθέσεις και περίπου 200-400 ενόρκους για ιδιωτικές (Αριστοτέλης,
Αθηναίων Πολιτεία, 53.3). Εξαιρετικές περιπτώσεις απαιτούσαν μεγαλύτερο
αριθμό ενόρκων, όπως η υπόθεση της βεβήλωσης των Ελευσίνιων Μυστηρίων, όπου
συγκεντρώθηκαν 6000 ένορκοι για να αποφασίσουν (Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων,
17). O Λυσίας (Κατά Αγοράτου, 35) στα τέλη του 5ου αιώνα αναφέρεται
σε 2000 ενόρκους και ο Ισοκράτης (Προς Καλλίμαχον, 54) περίπου την ίδια
περίοδο αναφέρει δικαστήριο αποτελούμενο από 700 ενόρκους.
Η διαδικασία επιλογής άλλαξε αρκετές φορές στη διάρκεια
του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., απεικονίζοντας μέχρι ενός
σημείου το πρόβλημα της δωροδοκίας και το φόβο για αυτή. Τον 5ο αιώνα
ο κάθε ένορκος διοριζόταν σε ένα δικαστήριο για όλη τη χρονιά. Στις αρχές του
4ου αιώνα οι ένορκοι χωρίζονταν σε συνθέσεις που ονομάζονταν με γράμματα
της αλφαβήτου από το Α έως το Κ. Κάθε μέρα μια σύνθεση διοριζόταν για ένα συγκεκριμένο
δικαστήριο. Αυτά τα συστήματα ήταν ευάλωτα στην άσκηση επιρροής (πραγματικής
ή εικονικής) στους ενόρκους, επειδή οι επιτροπές ήταν μόνιμες από τότε που σχηματίζονταν.
Την εποχή που γράφτηκε η Aθηναίων Πολιτεία,
κατά το β' μισό του 4ου αιώνα, το σύστημα άλλαξε και στις συνθέσεις
εκλέγονταν μεμονωμένα άτομα. Συγκεκριμένα, στις αρχές του έτους σε κάθε ένορκο
οριζόταν με κλήρωση ένα από τα γράμματα της αλφαβήτου από το Α έως το Κ. Την
ημέρα που αποφάσιζε να παρευρεθεί στο δικαστήριο έβαζε το πινάκιό του στο κληρωτήριον
σύμφωνα με το γράμμα του. Όταν όλες οι στήλες είχαν συμπληρωθεί, μαύρες και
άσπρες μπάλες ανακατεύονταν σε μια χοάνη, για να αποφασιστεί ποια σειρά από
τους κληρωθέντες θα συμμετείχε στο δικαστήριο. Σε ποιο δικαστήριο θα συμμετείχε
κανείς καθοριζόταν από άλλη κλήρωση.
Καθήκον των ενόρκων ήταν να ακούν και τους δύο διαδίκους,
τους μάρτυρές τους καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά δεν μπορούσαν να
κάνουν ερωτήσεις. Οι ένορκοι δεν επιτρεπόταν να μιλούν στο τέλος της ακροαματικής
διαδικασίας ή να πάρουν εντολές από τον προεδρεύοντα άρχοντα. Aποχωρούσαν για
να ψηφίσουν. Αρχική Σελίδα | |