Η ημέρα του δικαστηρίου (ακροαματική διαδικασία)

Την ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας, οι διάδικοι, οι μάρτυρές τους και οι υποστηρικτές τους προσέρχονταν στο δικαστήριο ενώπιον του αρμόδιου άρχοντα. Το ευρύ κοινό ήταν δυνατόν να παρακολουθήσει την ακροαματική διαδικασία στεκόμενο έξω από τον περίβολο του δικαστηρίου. Ο αρμόδιος άρχοντας προέδρευε και διόριζε έναν ένορκο υπεύθυνο για την κλεψύδρα και πέντε για την καταμέτρηση των ψήφων (επιγραφή SEG xxv 180). Κατόπιν ο δικαστής καλούσε τον κήρυκα να αναγγείλει την υπόθεση και να κλητεύσει τους αντιδίκους. Ο υπάλληλος διάβαζε την κατηγορία και ο κατηγορούμενος καλούνταν να απαντήσει.

Ήταν δυνατόν ένας διάδικος να ζητήσει την αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας. Αναβολή δινόταν σε περιπτώσεις απουσίας ή ασθένειας, που επιβεβαιωνόταν ενόρκως από ένα φίλο του (υπομωσία). Εάν η άλλη πλευρά ισχυριζόταν, επίσης ενόρκως, ότι αυτό δεν ήταν αληθές, το δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει (Δημοσθένης, Κατά Ολυμπιοδώρου Βλάβης, 25 και Κατά Θεοκρίνου, 43). Εάν ο ένας διάδικος ήταν απών, αν και είχε κλητευθεί νομίμως, η υπόθεση κερδιζόταν από τον άλλον ερήμην. Εάν ο ενάγων/κατήγορος ήταν απών και επρόκειτο για γραφή, όφειλε να πληρώσει πρόστιμο 1000 δραχμές και στερούνταν το δικαίωμα να υποβάλει γραφή.

Οποιοσδήποτε έχανε μια υπόθεση λόγω απουσίας, μπορούσε να παρουσιαστεί μέσα σε δύο μήνες, να αποδείξει τη νομιμότητα του λόγου της απουσίας του και να εκδικαστεί ξανά η υπόθεση.

Εάν και οι δύο διάδικοι ήταν παρόντες, έκαναν από μία αγόρευση ο καθένας (ή σε ορισμένες περιπτώσεις δύο), πρώτα ο ενάγων και μετά ο εναγόμενος. Ένα εύγλωττο παράδειγμα παρέχουν οι Τετραλογίες του Αντιφώντα. Aυτοί οι λόγοι συντάχτηκαν στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και περιλαμβάνουν τις δύο αγορεύσεις που έκαναν ο ενάγων και ο εναγόμενος σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις ανθρωποκτονίας. Η διάρκεια κάθε αγόρευσης χρονομετρούνταν με την κλεψύδρα, η οποία σταματούσε όταν διαβάζονταν τα αποδεικτικά έγγραφα. Κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του ο διάδικος μπορούσε να ζητήσει την ανάγνωση αποδεικτικών στοιχείων και να απαιτήσει από τον αντίδικό του να απαντήσει σε ερωτήσεις (Λυσίας, Κατά Ερατοσθένους, 25, Κατά Αγοράτου, 30 και 32, Κατά εμπόρων σιτηρών, 5― Ισοκράτης, Περί της περιουσίας του Αγνία, 5).

Oι αγορεύσεις γίνονταν από τους ίδιους τους διαδίκους, αν και μπορεί να είχαν γραφεί από επαγγελματίες λογογράφους. Σε αυτή την περίπτωση ο διάδικος έπρεπε να αποστηθίσει το λόγο (ή αλλιώς να αυτοσχεδιάσει). Σε μερικές περιπτώσεις, ήταν δυνατόν ο διάδικος να μοιραστεί το χρόνο του με ένα συνήγορο, όπως συνέβη στο Δημοσθένη, Κατά Νεαίρας, 14-15. Η Βουλή ή/και η Εκκλησία του Δήμου μπορούσαν να διορίσουν συνήγορο (-ους) για να εισηγηθεί για την πλευρά της πόλεως, σε περίπτωση που θα προέκυπτε κατηγορία από τον έλεγχο των δραστηριοτήτων ενός άρχοντα (εύθυνα) ή σε εξαιρετικά πολιτικά γεγονότα.

Η ακροαματική διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε μία μέρα. Οι υποστηρικτές των διαδίκων καθώς και το κοινό μπορούσαν να σταθούν έξω από τον προκαθορισμένο χώρο και να παρακολουθούν τη διαδικασία.

Αρχική Σελίδα