Μετά τη δίκη
Κατά κανόνα η απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου ήταν
οριστική. Η αμφισβήτησή της ή η έφεση αποτελούσαν πρόκληση για το πολίτευμα
της πόλεως. Πάντοτε όμως στο τέλος μιας δίκης υπήρχαν δυσαρεστημένοι
διάδικοι. Η μόνη λύση ήταν να προσπαθήσουν να ξανανοίξουν την υπόθεση και από
τη στιγμή που δεν ήταν δυνατή η έφεση να επιχειρήσουν να αμφισβητήσουν την ορθότητα
των μαρτύρων του κατηγορουμένου, κάνοντας μια αγωγή για ψευδή κατάθεση (δίκη
ψευδομαρτυριών).
Αν και ο όρος έφεσις εμφανίζεται στο νομικό
λεξιλόγιο, στην αρχαία Αθήνα εντούτοις περιγράφει τη συζήτηση στο δικαστήριο
για μια υπόθεση για την οποία έχει ήδη εκδοθεί απόφαση από έναν άρχοντα. Όταν
η Αθήνα εξουσίαζε τη Συμμαχία της Δήλου (478-404 π.Χ.), ο όρος έφεσις σήμαινε
την επανεκδίκαση μιας υπόθεσης που αρχικά είχε εκδικαστεί σε μία πόλη-μέλος
της συμμαχίας, σε ένα αθηναϊκό πλέον δικαστήριο.
Πάντως υπήρχε η μικρή πιθανότητα να δώσει η πόλις
αμνηστεία, όπως στην περίπτωση του ψηφίσματος του Πατροκλείδη (Ανδοκίδης, Περί
των Μυστηρίων, 77-79), μετά την αποκατάσταση της αθηναϊκής πολιτείας
το 404/3 π.Χ. Αλλά ακόμα και σ' αυτή την περίπτωση άνθρωποι καταδικασμένοι
για ανθρωποκτονία ή εξόριστοι για τον ίδιο λόγο εξαιρούνταν. Αρχική Σελίδα
|