Πριν αρχίσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ο αγροτικός τομέας απασχολούσε το 65% περίπου του πληθυσμού της Ελλάδας. Η χαμηλή όμως αποδοτικότητα της γεωργίας και οι μακροχρόνιες κρίσεις στη διάθεση του προϊόντος των μονοκαλλιεργειών, κυρίως της σταφίδας που παραγόταν στις βορειοδυτικές επαρχίες της Πελοποννήσου, ώθησαν σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού σε μετανάστευση. Το 1914 οι μεγάλες ιδιοκτησίες γης στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας (Θεσσαλία, Nέες Xώρες) αντιπροσώπευαν το 33-35% του συνόλου της καλλιεργήσιμης γης. Oι ιδιοκτήτες των μεγάλων αυτών ιδιοκτησιών, οι "τσιφλικούχοι", είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν τη διατήρηση υψηλών δασμών στα εισαγόμενα σιτηρά, κάνοντας χρήση βεβαίως των προσβάσεών τους στην πολιτική εξουσία. Έτσι, η τιμή του ψωμιού στις πόλεις ανέβαινε, αντί να κατέβει όπως υπολογιζόταν αρχικά κατά την περίοδο της ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος των κατεξοχήν σιτοπαραγωγικών περιοχών της Θεσσαλίας και αργότερα της Mακεδονίας. Η συγκεκριμένη δασμολογική πολιτική είχε ως αποτέλεσμα να συμμαχήσουν οι αστικοί πληθυσμοί με τους ακτήμονες αγρότες, πιέζοντας το κράτος να προχωρήσει σε ανακατανομή της γης.

Ο αποφασιστικός όμως παράγοντας για την επίλυση του μεγάλου αυτού κοινωνικού προβλήματος στάθηκε το ρεύμα των προσφύγων. Ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων από διάφορες περιοχές εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους άρχισε να φτάνει στην Ελλάδα από την πρώτη δεκαετία του αιώνα, αποτέλεσμα τόσο των πολεμικών συγκρούσεων όσο και της εχθρικής στάσης των εμπολέμων για τους ομογενείς των αντιπάλων τους. H τάση να αυξάνεται ο αριθμός των προσφύγων θα κλιμακωθεί σταδιακά και θα φτάσει στο ακραίο του σημείο με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-24).