Η διανομή των μεγάλων ιδιοκτησιών δεν έλυσε το βιοποριστικό πρόβλημα των αγροτών. Η απότομη αύξηση του πληθυσμού στα Βαλκάνια (που οφειλόταν στις ευεργεσίες της ιατρικής επιστήμης που έφταναν με καθυστέρηση στην περιοχή) εξόγκωνε συνεχώς τις τάξεις των υποαπασχολούμενων και των άεργων στον πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Στην περίοδο του Μεσοπολέμου παρατηρείται στην ελληνική ύπαιθρο η ύπαρξη πλεονάζοντος αγροτικού πληθυσμού, που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απορροφηθεί στην αγροτική παραγωγή μέσα από τις υπάρχουσες τότε οικονομικές και κοινωνικές δομές.

Στην Ελλάδα, με 1,93% μέσο όρο ετήσιας αύξησης του πληθυσμού κατά το Μεσοπόλεμο, το 50,3% του αγροτικού πληθυσμού δε συμμετείχε στην παραγωγική διαδικασία, ενώ στη Γιουγκοσλαβία με 1,43% μέσο όρο πληθυσμιακής αύξησης το ποσοστό μη συμμετοχής των αγροτών έφτανε το 61,5%. Καθώς τα μέλη των αγροτικών οικογενειών πολλαπλασιάζονταν, η γη μοιραζόταν διαρκώς σε όλο και μικρότερους κλήρους. Η χαμηλή αποδοτικότητα των κλήρων, που οφειλόταν στην αδυναμία των μικροϊδιοκτητών να καλύψουν τα έξοδα εκσυγχρονισμού των καλλιεργητικών τους μέσων, επιδεινώθηκε από την αδιάκοπη κατάτμηση της γης. Παράλληλα, η εξαγωγή των αγροτικών προϊόντων δυσχεραινόταν από τους προστατευτικούς δασμούς που οι ευρωπαϊκές χώρες επέβαλαν στα εισαγόμενα είδη. Eξάλλου, οι μεγάλες χώρες που δέσποζαν στις εξαγωγές δημητριακών, ήταν ασυναγώνιστες στη διεθνή αγορά. Αν στις δυσχέρειες αυτές προστεθεί η επιβάρυνση από τους έμμεσους φόρους, η έλλειψη επαρκών πιστωτικών οργανισμών για τους αγρότες, η απουσία κοινωνικής ασφάλισης και τέλος η αδυναμία μετανάστευσης στην Αμερική, καθώς η χώρα εκείνη είχε περιορίσει αποφασιστικά την είσοδο των μεταναστών, γίνεται φανερή η δεινή θέση του πληθυσμού της υπαίθρου.