Μετά τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής η τακτική του εσωτερικού δανεισμού με νέες εκδόσεις τραπεζογραμματίων (χαρτονομισμάτων) της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) διευρύνθηκε. Η κυβέρνηση της "Επανάστασης του 1922" (Πλαστήρας-Γονατάς) υπέγραψε στις 29 Οκτωβρίου 1922 σύμβαση με την ΕΤΕ αυξάνοντας την κυκλοφορία του χαρτονομίσματος κατά 600.000.000 δραχμές. Η πρόσθετη κυκλοφορία χρησιμοποίησε ως κάλυμμα ομολογίες εθνικών δανείων και είχε ως συνέπεια να αυξηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, αφού δε συνοδεύτηκε από ανάλογα φορολογικά μέτρα.

Η τιμή της στερλίνας από 284 δραχμές τον Οκτώβριο του 1922 έφτασε τις 410 ένα μήνα αργότερα. Η κάθετη πτώση της αξίας της δραχμής δημιούργησε ταμειακά προβλήματα στο Δημόσιο σε εποχή μεγάλης εισαγωγικής δραστηριότητας, για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις των ενόπλων δυνάμεων και οι ανάγκες των προσφύγων. Ως το Δεκέμβριο, που ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών ο Γεώργιος Κοφινάς, το κεφάλαιο του δανείου από την ΕΤΕ είχε σχεδόν εξαντληθεί. Με συνδυασμό αύξησης μισθών, φορολογίας και νέου δανεισμού ο Κοφινάς κατάφερε να συγκρατήσει τη δραχμή, ώστε η αξία της στερλίνας από 429 δραχμές το Μάρτιο να κοστίζει 387 το Μάιο. Με το νομοθετικό διάταγμα της 23ης Απριλίου 1923 δόθηκε η άδεια στην ΕΤΕ να αγοράσει ξένο συνάλλαγμα με νέα έκδοση τραπεζογραμματίων, δημιουργώντας έτσι για λογαριασμό του κράτους συναλλαγματικό απόθεμα 2.588.000 στερλινών. Η πολιτική λιτότητας και περισυλλογής του Κοφινά είχε ως αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η σύναψη εξωτερικού προσφυγικού δανείου και η καταβολή όλων των υποχρεώσεων του Δημοσίου για το έτος 1923. Η αύξηση των τακτικών εσόδων της κυβέρνησης Πλαστήρα-Γονατά από τα νέα φορολογικά μέτρα, αλλά και από τα εξωτερικά δάνεια του 1922-23, εξηγούν τη δημιουργία πλεονάσματος.