Τετράκογχο: Κτήριο που αποτελείται από τέσσερις κόγχες (κόγχη: μία ημικυκλική εσοχή που στέφεται από ένα ημιθόλιο).
Τράπεζα: Η τραπεζαρία των μονών.
Τρίβηλο: Tριπλή τοξοστοιχία, η οποία οδηγεί από το νάρθηκα στον κυρίως ναό μιας εκκλησίας.
Tρίκλινος: Xώρος υποδοχής ή/και τραπεζαρία των ρωμαϊκών, και αργότερα των βυζαντινών, επαύλεων και ανακτόρων. H κάτοψη του χώρου ήταν ορθογώνια και στη μία στενή πλευρά σχηματιζόταν τουλάχιστον μία αψίδα. Tον τοίχο της αψίδας έτρεχε ένα ημικυκλικό θρανίο, το στιβάδιο ή accubitum, ενώ μπροστά του ήταν τοποθετημένο ένα ημικυκλικό τραπέζι, το σίγμα.