ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Eκκλησιαστική αρχιτεκτονική     Aρχιτεκτονική και λειτουργία     Επισκοπικά κέντρα     Κέντρα προσκυνήματος     Μοναστικά κέντρα

Mοναχισμός και πρώιμα μοναστικά κέντρα
  Ο μοναχισμός ξεκίνησε από την Αίγυπτο τον 3ο αιώνα, όπου μερικοί Χριστιανοί αποσύρθηκαν για να δοκιμάσουν την πίστη τους μακριά από τον κόσμο, είτε ως ερημίτες σε σχεδόν έρημες περιοχές είτε σε μικρές κοινότητες πιστών. Ήδη από τον 4ο αιώνα, και οι δύο μορφές μοναχισμού ήταν ευρέως διαδεδομένες. Η Συρία φημιζόταν για τους ασκητές της, όπως ο εκκεντρικός Συμεών Στυλίτης, η Μικρά Ασία και η Παλαιστίνη ήταν γνωστές για τις ακμάζουσες μοναστικές τους κοινότητες, στις οποίες ηγούνταν αντίστοιχα ο άγιος Βασίλειος και ο άγιος Σάββας.
  Η Μονή Δαλμάτου, η πρώτη μονή στην Κωνσταντινούπολη, ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα. Από το 536, υπήρχαν σχεδόν εβδομήντα μονές στην πρωτεύουσα. Ήδη από τον 6ο αιώνα, ο μοναστικός βίος διεπόταν από συγκεκριμένους κανόνες που έλεγχαν τις καθημερινές και εβδομαδιαίες δραστηριότητες, τις ώρες και το περιεχόμενο της προσευχής, τις εργασίες των μοναχών, την τροφή, το ποτό και την ενδυμασία. Η ιουστινιάνεια νομοθεσία παρείχε τη νομική βάση για την κληροδότηση ιδιοκτησίας σε μονές, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση της περιουσίας και της ευημερίας τους.
  Ο σχηματισμός ενός μοναστηριού ξεκινούσε συνήθως από έναν ερημίτη που αποσυρόταν από τα εγκόσμια και ζούσε απομονωμένος σε μία σπηλιά ή καλύβα. Με το πέρασμα του χρόνου και άλλοι μοναχοί τον ακολουθούσαν, σχηματίζοντας έτσι μία κοινότητα. Ο ιδρυτής αποφάσιζε αν το μέρος θα ήταν μία λαύρα, μία χαλαρή κοινότητα μοναχών που ζούσαν χωριστά αλλά μοιράζονταν τις προσευχές του Σαββάτου και της Κυριακής, ή ένα κοινόβιο, μία περίκλειστη μονή, όπου οι μοναχοί συναντιόνταν καθημερινά για προσευχή και γεύματα.
  Το κοινόβιο περιλάμβανε ποικίλα κτήρια (όπως ναούς και παρεκκλήσια, κελιά για τους μοναχούς, βιβλιοθήκες, λουτρά, τραπεζαρίες, κουζίνες, αποθηκευτικούς χώρους, δεξαμενές νερού, σταύλους, ξενώνες και νοσοκομεία), την κατασκευή των οποίων κάλυπταν οι δωρεές εύπορων πιστών ή το κληροδότημα του ιδρυτή. Οι ξενώνες συχνά κτίζονταν έξω από τα τείχη των μονών και λειτουργούσαν όχι μόνο ως κατάλυμα για τους προσκυνητές και τους ταξιδιώτες αλλά και ως εμπορικοί σταθμοί για τα προϊόντα των μονών. Οι μοναχοί διατηρούσαν εργαστήρια, καλλιεργούσαν κήπους και σε αγροτικές περιοχές παρήγαν λάδι και κρασί. Τα κοινά κτήρια του κοινοβίου αποτελούσαν επίσης τον πυρήνα της λαύρας, με την εξαίρεση ότι στην τελευταία περίπτωση δεν περιβάλλονταν με τείχος. Οι μοναχοί της λαύρας διέμεναν σε απομονωμένες σπηλιές ή ερημητήρια (κελιά ή μικρά συγκροτήματα με ένα παρεκκλήσι ή χώρο προσευχής).

 
Δες επίσης: Mονή Aγίου Σάββα, Mονή Mαρτυρίου, Mονή Σινά