Η ανάδειξη της ελληνικότητας του Βυζαντίου στο έργο του Σπ. Ζαμπέλιου υπήρξε το πρώτο βήμα στην προσπάθεια ανασκευής της θεωρίας του Φαλμεράγιερ. Υποστηρίχθηκε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν είχε σβήσει, αλλά είχε μεταπλαστεί δημιουργικά κατά τη συνάντησή του με το χριστιανισμό που συντελέστηκε στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με το Ζαμπέλιο λοιπόν τέθηκαν οι βάσεις για τη συγγραφή μιας συνολικής εθνικής ιστορίας, για την αφήγηση του παρελθόντος μέσω της αδιάσπαστης πορείας του ελληνικού έθνους από τα αρχαία χρόνια έως το 19ο αιώνα. Το μεγαλεπίβολο έργο ανέλαβε και ολοκλήρωσε ο Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος για το λόγο αυτό θεωρείται ο θεμελιωτής της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, που έμεινε γνωστή και ως ελληνικός ιστορισμός.

Ο K. Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σπούδασε στη Γαλλία και τη Γερμανία και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα στα 1834. Αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στη συνέχεια δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση ενώ στα 1851 εκλέχθηκε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο. Η συγγραφική του δράση ξεκίνησε στα 1843 με τη μελέτη Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησο. Η ανασκευή των θεωριών του γερμανού ιστορικού υπήρξε ο σκοπός στον οποίο αφιέρωσε την επιστημονική του δράση. Στο περίφημο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων που δημοσιεύθηκε σε πέντε τόμους από το 1860 έως το 1874 συλλαμβάνει και συγγράφει μια συνολική εθνική ιστορία. Στο έργο αυτό υιοθετεί την τριμερή περιοδολόγηση που είχε ήδη εισηγηθεί ο Σπ. Ζαμπέλιος (αρχαίος Ελληνισμός, μεσαιωνικός Ελληνισμός, νέος Ελληνισμός) και τη χρησιμοποιεί ως εργαλείο για την αφήγηση της πορείας του ελληνικού έθνους στο διάβα των αιώνων.

Τόσο ο K. Παπαρρηγόπουλος όσο και ο Σπ. Ζαμπέλιος έθεσαν τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας. Το έργο τους άλλωστε δεν αφορούσε μόνο ένα κλειστό και περιορισμένο κύκλο ειδικών και ακαδημαϊκών. Απευθύνθηκε στην κοινωνία της εποχής τους με στόχο την τόνωση της εθνικής της αυτογνωσίας. Άλλωστε τα μαθήματα του Παπαρρηγόπουλου στο Πανεπιστήμιο, τα οποία και αποτέλεσαν τη μαγιά για τη συγγραφή της μνημειώδους Ιστορίας του, δημοσιεύθηκαν συχνά στο περιοδικό Πανδώρα, του οποίου υπήρξε συνεκδότης, καθώς και στον αθηναϊκό Τύπο. Στην ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και ο όρος ελληνοχριστιανικός που συνιστά επινόηση για επιστημονικούς σκοπούς αλλά δεν παραμένει ένα απλό αναλυτικό εργαλείο στα χέρια των ειδικών. Με την εμφάνισή του στα μέσα ακριβώς του 19ου αιώνα ο όρος αυτός καθίσταται ο καμβάς πάνω στο οποίο αναπτύσσεται και διαμορφώνεται η ιδεολογία του ελληνικού κράτους. Στη βάση αυτή οργανώθηκε το περιεχόμενο της παιδείας, ο προσανατολισμός των ιστορικών σπουδών και η μελέτη της παράδοσης (λαογραφία). Επιπρόσθετα, η νεφελώδης έως την εποχή εκείνη Μεγάλη Ιδέα απέκτησε σάρκα και οστά. H Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε αναγορευτεί πλέον σε πολιτισμική μήτρα του μικρού ακόμη ελληνικού κράτους, αποτέλεσε το πρότυπο για την εδαφική του επέκταση.