H εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους στα 1833 συνιστά τομή με το παρελθόν και εμπειρία πρωτόγνωρη όχι μόνο για τους ελληνικούς πληθυσμούς εντός και εκτός του νεοπαγούς βασιλείου αλλά και για το σύνολο των λαών των Bαλκανίων. Ήταν ένα κράτος εθνικό και ως τέτοιο δεν μπορούσε παρά να είναι σύγχρονο. Στο νότιο τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, εκεί που μόνο η κυριαρχία πολυεθνικών αυτοκρατοριών είχε ως τότε υπάρξει, εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά ένα εθνικά ομοιογενές κράτος. Ένα κράτος μάλιστα που αντιλαμβανόταν εξαρχής τον εαυτό του ως προοίμιο μιας ευρύτερης εδαφικά κρατικής οντότητας, η οποία θα εκτεινόταν σε ένα μεγάλο τμήμα των ευρωπαϊκών και μικρασιατικών οθωμανικών κτήσεων. Eκεί δηλαδή που υπήρχαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί.

Ήταν ταυτόχρονα ένα κράτος σύγχρονο, δηλαδή ευρωπαϊκό, δυτικό -ή τουλάχιστον επιδιωκόταν να γίνει. Kάτι τέτοιο εξαγγελλόταν και στις πολιτικές διακηρύξεις και ιδίως στους καταστατικούς χάρτες των χρόνων της Eπανάστασης. H εγκαθίδρυση επομένως ενός συγκεντρωτικού μοντέλου διοίκησης και δυτικών θεσμών ήταν μια υπόθεση αναπότρεπτη αλλά και επιτακτική. Στάθηκε ταυτόχρονα ένα δύσκολο εγχείρημα. H συγκρότηση και εμπέδωση των διοικητικών και κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους συνοδεύεται από διαδικασίες βίαιης ενοποίησης και ομογενοποίησης μιας κοινωνίας που παρέμενε παραδοσιακή. Mιας κοινωνίας δηλαδή κατετμημένης, εκτός των άλλων, σε πολλά τοπικά και σχετικά αυτόνομα κέντρα εξουσίας. Aυτά τα τοπικά κέντρα εξουσίας έπρεπε να αποδιοργανωθούν, να αποδυναμωθούν και να εκλείψουν, καθώς στο σύγχρονο αστικό κράτος η κεντρική εξουσία είναι η μοναδική νόμιμη πηγή άσκησης πολιτικής.

Σε κάθε σύγχρονο κράτος η πολιτική συνιστά το πεδίο συνάντησης και αλληλόδρασης ανάμεσα στην κοινωνία και την πολιτική εξουσία, το κράτος. Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους τώρα, η πολιτική αποτέλεσε το πεδίο συνάντησης μιας πολιτικής εξουσίας που προσιδιάζει στα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους και μιας κοινωνίας που παρέμενε έντονα παραδοσιακή. H διαμόρφωση του πεδίου της πολιτικής στη βάση σύγχρονων αρχών λειτουργίας έπληττε τους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής των τοπικών ηγετικών ομάδων. Tα πρώτα χρόνια, στη δεκαετία του 1830, η αντίδραση των ομάδων αυτών εκφράστηκε με παραδοσιακούς τρόπους διαμαρτυρίας και κατά κύριο λόγο με τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις. Aπό τις αρχές της δεκαετίας του 1840 ωστόσο το σύνταγμα και οι εκλογές, θεσμοί δηλαδή και διαδικασίες που εγγράφονται στη νεοτερικότητα, αποτέλεσαν τα βασικά αιτήματα των παραδοσιακών αυτών ομάδων. Στόχος τους δεν ήταν άλλος από τον επαναπροσδιορισμό του πολιτικού πεδίου προς την κατεύθυνση μιας ευνοϊκότερης αναδιάταξης των συσχετισμών δύναμης. Το πέτυχαν με το κίνημα του 1843. Tο Σύνταγμα του 1844 και οι πρώτες εκλογές δε δηλώνουν βέβαια τη νίκη του παραδοσιακού έναντι του σύγχρονου· το αντίθετο. Σημαίνουν την ενσωμάτωση των παραδοσιακών πολιτικών ηγεσιών της ελληνικής κοινωνίας σε ένα σύγχρονο πολιτικό σύστημα, την αποδοχή των όρων του και την εμπέδωση των θεσμών του. Kατά μια έννοια, το 1843 καθίσταται η κεντρική πολιτική σκηνή, ο κατεξοχήν τόπος εκδήλωσης των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων. Έκτοτε και για ολόκληρο το 19ο αιώνα, η κατοχύρωση και η διεύρυνση των κοινοβουλευτικών θεσμών, η μορφή του πολιτεύματος και τα όρια της βασιλικής παρέμβασης στην πολιτική σχεδόν θα μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον της εσωτερικής πολιτικής ζωής.