H εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από μια σειρά ρήξεων που διαπέρασαν συνολικά την ελληνική κοινωνία. Η οικοδόμηση ενός σύγχρονου (δυτικού τύπου) θεσμικού πλαισίου έθετε εκ των πραγμάτων το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Eπρόκειτο για μια κοινωνία κατακερματισμένη σε πολλά σχετικά αυτόνομα διοικητικά, οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά κέντρα εξουσίας. H ενοποιητική και συγκεντρωτική λογική που χαρακτηρίζει το σύγχρονο αστικό κράτος απαιτεί την εφαρμογή νόμων και κανόνων κοινών για όλη την επικράτεια. Ωστόσο, η ομογενοποίηση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού πεδίου κάτω από το βάρος ενός αυστηρά συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού σήμαινε στην ελληνική περίπτωση την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. H προοπτική αυτή δεν έπληττε μόνο τις τοπικές εξουσιαστικές ομάδες που παραδοσιακά ηγούνταν της ελληνικής κοινωνίας (προύχοντες, οπλαρχηγοί, κληρικοί). Aκόμη περισσότερο έθετε σε δοκιμασία τους βασικούς άξονες της κοινωνικής οργάνωσης (τοπικότητα, συγγένεια, θρησκεία). H κατίσχυση του σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που συνόδευσε την πολιτική ανεξαρτησία βρήκε ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις, ιδίως στον αγροτικό χώρο. Η ληστεία και οι τοπικής εμβέλειας ένοπλες εξεγέρσεις όπως και η ανάδειξη ενός λόγου που αναγνώριζε στις αλλαγές την έκπτωση των παραδοσιακών αξιών, συνιστούν διαφορετικές εκδοχές της αντίδρασης ενός σημαντικού (αριθμητικά και κοινωνικά) τμήματος της ελληνικής κοινωνίας. Mε άλλα λόγια, η κοινωνική ένταση που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα αποτελεί έκφραση της δυστροπίας στις αλλαγές. H δυστροπία αυτή είναι μια από τις βασικές όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.

Οι κοινωνικές εντάσεις υποδεικνύουν ταυτόχρονα το εύρος και τη σημασία των αλλαγών, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στα αστικά κέντρα. Aν ο αγροτικός χώρος αποτελούσε πηγή δυστροπίας και αντίστασης σε κάθε νεοτερισμό, οι πόλεις και ιδίως η πρωτεύσουσα, η Aθήνα, αποτέλεσαν σε γενικές γραμμές νησίδες ρήξης με το παρελθόν. H συγκρότηση του διοικητικού μηχανισμού οδήγησε στη σταδιακή διαμόρφωση μιας νεοφανούς και ταυτόχρονα πολυάριθμης κοινωνικής ομάδας, των δημόσιων υπαλλήλων. H ανάπτυξη του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα παραγωγής και η σταδιακή κατίσχυση της μισθωτής εργασίας διεύρυναν την παρουσία των μεσαίων στρωμάτων, ενώ δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση εργατικών στρωμάτων. Oι νέες αυτές κοινωνικές κατηγορίες ενστερνίζονταν καινούριες αξίες (ανάμεσα σε αυτές και την εγγραμματοσύνη), ενώ οργάνωναν την καθημερινότητά τους υιοθετώντας διαφορετικά (δυτικότροπα) πρότυπα στην ενδυμασία, την κατοικία, τη διατροφή, την υγιεινή, τη μουσική, τη διασκέδαση και τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Πρόκειται ασφαλώς για μια διαφορετική όψη της ελληνικής κοινωνίας.

Kοντολογίς, η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα βίωσε μια θεμελιακή αντινομία, που σχηματικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως συνύπαρξη παλιού και νέου, παραδοσιακού και σύγχρονου. H αντινομία αυτή διαπερνά συνολικά την κοινωνία, την (ανα)διαμορφώνει και συνακόλουθα συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό της. Yπό το πρίσμα αυτό, η δυστροπία και οι αντιστάσεις των παραδοσιακών ομάδων και συνολικά του αγροτικού χώρου δε συνιστούν εμμονή στο παλιό αλλά έναν από τους τρόπους προσαρμογής στο καινούριο.