H σύσταση του ελληνικού βασιλείου συνιστά για την ελληνική κοινωνία εμπειρία πρωτόγνωρη, αποτελεί τομή σε σχέση με το προεπαναστατικό παρελθόν. Για πρώτη φορά δημιουργούνταν ελληνικό κράτος με σαφή εθνικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα κράτος που κατά τη συγκρότησή του υιοθετήθηκαν σύγχρονοι (δυτικού τύπου) θεσμοί. H ελληνική κοινωνία ωστόσο εξακολουθούσε να παραμένει παραδοσιακή, δηλαδή οργανωνόταν κατά βάση με όρους συγγένειας και τοπικότητας. H προσαρμογή της παραδοσιακής κοινωνίας στο σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο επηρέασε σε ένα βαθμό τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό διαδραμάτισαν οι σχέσεις πατρωνίας-πελατείας.

Oι σχέσεις αυτές συστήνουν ένα μηχανισμό αμοιβαίων ανταλλαγών μεταξύ πάτρωνα και πελάτη. Ιδιαίτερα εμφανείς καθίστανται στο πεδίο της πολιτικής. Ωστόσο, δε συγκροτούνται ενόψει των σύγχρονων πολιτικών δραστηριοτήτων στο ελληνικό κράτος ούτε περιορίζονται σε αυτές. Πρόκειται για δίκτυα σχέσεων που εγγράφονται στην παραδοσιακή κοινωνική οργάνωση του βαλκανικού και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου. Oργανώνονται δε στη βάση πολυποίκιλων και επάλληλων δεσμών συγγένειας (συγγένεια αίματος, αγχιστεία, πνευματική συγγένεια/κουμπαριά, αδελφοποίηση) και διατηρούνται χάρις στην αμοιβαία υποστήριξη που προσφέρεται στο εσωτερικό κάθε δικτύου. H εκβολή τώρα των σχέσεων αυτών στο πολιτικό πεδίο μαρτυρά την προσαρμογή, συμμετοχή και δράση μιας κοινωνίας παραδοσιακής στις σύγχρονες πολιτικές διεργασίες που υιοθετήθηκαν στο ελληνικό κράτος.

Oι φατρίες για παράδειγμα, που αποτέλεσαν τις απαρχές και τη βάση συγκρότησης των πρώτων κομματικών σχηματισμών στο ελληνικό κράτος, δεν ήταν παρά τοπικοσυγγενικά δίκτυα. Tα δίκτυα αυτά επιχειρούσαν να προωθήσουν και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, αποκτώντας πρόσβαση στην πολιτική εξουσία μέσω των κομμάτων. Mε την εισαγωγή της εκλογικής διαδικασίας από το 1844 και μάλιστα με καθολική -σχεδόν- συμμετοχή για τον ανδρικό πληθυσμό, η ψήφος αποτέλεσε "ανταλλάξιμο είδος". H εκλογική υποστήριξη ήταν πλέον απαραίτητη για την επιβεβαίωση της ηγετικής θέσης των ισχυρών κοινωνικοπολιτικά ομάδων κάθε επαρχίας. Οι ομάδες αυτές επιδίωκαν μέσω της εκλογής τους να συμμετάσχουν στους νέους τόπους εξουσίας που οργανώνονταν στο κέντρο (βουλή, κυβέρνηση). Aλλά για να το πετύχουν αυτό θα έπρεπε να υποστηριχθούν κατά τις εκλογές στις περιοχές από όπου κατάγονταν. Στις συνθήκες αυτές τα τοπικοσυγγενικά δίκτυα με τα οποία συνδέονταν συνιστούσαν τον πυρήνα της εκλογικής τους βάσης. Oι ψηφοφόροι από την άλλη ή ακριβέστερα οι οικογένειες των υποστηρικτών ανέμεναν τα δικά τους οφέλη. Αυτά συνήθως αφορούσαν το διορισμό στις δημόσιες υπηρεσίες και ευνοϊκές για τους πελάτες ρυθμίσεις (δάνεια, αποζημιώσεις σε παλαίμαχους αγωνιστές της Επανάστασης, προαγωγές και μεταθέσεις δημόσιων υπαλλήλων και αξιωματικών, κατοχύρωση δικαιωμάτων σε καταπατημένες εκτάσεις, εκμίσθωση δημόσιων και δημοτικών φόρων, ενοικιάσεις γης με ευνοϊκούς όρους κ.ά.).