Σύμφωνα με το διάταγμα της αντιβασιλείας στις 18/30 Σεπτεμβρίου 1834 οριζόταν ότι "η καθέδρα ημών μετατίθεται κατά την α΄ Δεκεμβρίου τ.έ. εκ Ναυπλίου εις Αθήνας (...) η πόλις Αθήναι θέλει επονομάζεσθαι απ' εκείνης της ημέρας Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα". Η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη περίπου 10.000 κατοίκων. Τα περισσότερα σπίτια ήταν κατεστραμμένα από τον πολυετή πόλεμο, οι δρόμοι ήταν στενοί και βρώμικοι και το σημαντικότερο δε διέθετε κοντινό λιμάνι όπως θα άρμοζε σε μια πρωτεύουσα -ο Πειραιάς την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν ακατοίκητος. Επιπρόσθετα, ήταν ευάλωτη στρατιωτικά και μάλιστα αρκετά κοντά στα βόρεια σύνορα του κράτους. Δεν ήταν επομένως πρακτικοί οι λόγοι που επέβαλαν την επιλογή της. Άλλωστε, πολιτικοί και στρατιωτικοί υπερθεμάτιζαν υπέρ της επιλογής άλλων λύσεων και εισηγούνταν, εκκινώντας συχνά από τοπικιστικά ελατήρια, υπέρ πόλεων όπως το Άργος, η Σύρος, η Τρίπολη, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, ακόμη κι ο Πειραιάς που έπρεπε να οικοδομηθεί εξαρχής. Τέλος, όποια από τις πόλεις που περιήλθαν στην επικράτεια του ελληνικού βασιλείου κι αν επιλεγόταν ως πρωτεύουσα, στη συνείδηση του κόσμου η επιλογή αυτή δεν μπορούσε παρά να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Για τους ελληνικούς πληθυσμούς τόσο εντός όσο και εκτός του ελληνικού κράτους αληθινή πρωτεύουσα δεν ήταν άλλη από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, που ήλπιζαν ότι σύντομα θα περιερχόταν σε ελληνική κυριαρχία αποτελώντας τη Βασιλεύουσα μιας μεγάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας.

H επιλογή της Αθήνας ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της επιμονής του Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα και ένθερμου λάτρη της κλασικής Αρχαιότητας. Έτσι, το αρχαίο κλέος της πόλης και η γοητευτική ιδέα της αναγέννησής της υπερίσχυσαν και η Αθήνα κατέστη σύντομα το διοικητικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού βασιλείου. Σε λίγα μόλις χρόνια η όψη της πόλης είχε αλλάξει. O πληθυσμός πολλαπλασιάστηκε από ανθρώπους που έσπευσαν να μετοικήσουν στην πρωτεύουσα, ενώ πλατιοί δρόμοι, μεγαλοπρεπή δημόσια κτήρια και μεγάλες ιδιωτικές κατοικίες οικοδομήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πολύ σύντομα οικοδομήθηκε και ο Πειραιάς, προορισμένος να αποτελέσει το επίνειο της πρωτεύουσας. Πρόβλημα δημιουργήθηκε με το σχέδιο οικοδόμησης της Αθήνας. Αρχικά ο σχεδιασμός ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ, στη συνέχεια στο Λουδοβίκο Κλέντσε και τέλος, στα 1836, στο Φρειδερίκο Γκαίρτνερ. Οι συνεχείς αυτές τροποποιήσεις παγίωσαν ένα καθεστώς ακανόνιστης και συχνά αυθαίρετης ανοικοδόμησης κυρίως στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη. Άλλωστε, το ίδιο το μνημείο (όπως και αρκετές βυζαντινές εκκλησίες) σώθηκε χάρις στην παρέμβαση του Λουδοβίκου Α', ο οποίος απέτρεψε την ανέγερση των ανακτόρων επάνω στον Ιερό Βράχο.