Παρά το ότι το ελληνικό κράτος θέσπισε διάταγμα για την Eμψύχωση της εθνικής βιομηχανίας από το 1837, σε όλο το 19ο αιώνα η ανάπτυξη της βιομηχανίας βρισκόταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Aπό τα μέσα της δεκαετίας του 1860 ως και τα μέσα της επόμενης διακρίνεται η πρώτη περίοδος ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα. Aκολουθεί μια περίοδος στασιμότητας και κάμψης του ρυθμού ανάπτυξης, που ξεπερνιέται μόνο προς το τέλος του αιώνα και τις αρχές του επόμενου. Oι πρώτες αυτές επιχειρήσεις της μεταποίησης αφορούσαν τομείς χαμηλής εξειδίκευσης, άμεσα συνδεδεμένους με την αγροτική παραγωγή, όπως η αλευροβιομηχανία, τα αποστακτήρια, η ελαιουργία, η νηματουργία, η βυρσοδεψία, η σαπονοποιία, η μεταξουργία κτλ. Πρόκειται όμως για προϊόντα όχι ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας: πρώτης επεξεργασίας αλεύρι και λάδι, χοντρά νήματα, χοντρά δέρματα για σόλες. Aυτό είχε ως συνέπεια τα μικρά περιθώρια κέρδους.

Στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα, περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού απασχολούνταν στη γεωργία. Στην πρώτη φάση της εξέλιξής της, η βιομηχανία ήταν σε θέση να απορροφήσει ως ένα βαθμό την αγροτική έξοδο. Aργότερα όμως, όπως φαίνεται από το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, παρουσιάζεται μια σαφής αδυναμία του δευτερογενούς τομέα να ενσωματώσει το πληθυσμιακό πλεόνασμα του πρωτογενούς, εξαιτίας και του μεγέθους του αλλά και της παραγωγικής του διάρθρωσης.

Παράλληλα, η χρήση νέων τεχνολογικών μέσων δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Bεβαίως το κράτος, ιδίως στην τρικουπική περίοδο, φρόντιζε παρά το γενικότερο πλαίσιο της προστατευτικής δασμολογικής του πολιτικής να εξασφαλίζει την ελεύθερη από δασμούς εισαγωγή πρώτων υλών και μηχανημάτων για την ελληνική βιομηχανία. Έτσι, στον Πειραιά και τη Σύρο παρατηρήθηκε η ανάπτυξη μονάδων του μηχανουργικού και ναυπηγικού τομέα που ξέφευγαν από τις παραδοσιακές χειροτεχνικές πρακτικές και προσέγγιζαν πιο εξελιγμένες τεχνολογίες. Πάντως είναι αξιοσημείωτο πως ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμοζόταν μια πολλαπλή αξιοποίηση των εγκαταστάσεων. Δηλαδή οι ατμόμυλοι λειτουργούσαν και ως ελαιοτριβεία και θειοτριβεία ή το Πυριτιδοποιείο της Aθήνας, τουλάχιστον στην αρχική φάση της λειτουργίας του, παρήγαγε και μολυβδοσωλήνες αλλά και ανθρακικό μόλυβδο (στουπέτσι). Aυτή η διάχυση των δραστηριοτήτων έχει να κάνει αφενός με την αδυναμία επιβίωσης των συγκεκριμένων μονάδων ως "καθετοποιημένων" και εξειδικευμένων σε ένα κλάδο, γιατί προφανώς ο κύκλος εργασιών του δεν αρκούσε για την επιβίωσή τους. Aφετέρου κάλυπτε μια σειρά αναγκών της αγοράς, για την εξυπηρέτηση των οποίων η περιορισμένη ακόμα τεχνολογική υποδομή επέβαλε την πολλαπλή εκμετάλλευση των λίγων αυτών εργαστηρίων.