Με το Σύνταγμα του 1864 ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να διορίζει και να παύει κυβερνήσεις και υπουργούς κατά τη δική του βούληση. Οι βασιλικές παρεμβάσεις δηλαδή συνεχίστηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του Γεωργίου, με αποτέλεσμα το σχηματισμό βραχύβιων κυβερνήσεων που καμιά δε διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ζήτημα αυτό, το οποίο ταλάνισε την πολιτική ζωή του τόπου για περισσότερα από σαράντα χρόνια, θα λυθεί οριστικά με την αποδοχή από το Γεώργιο της αρχής της δεδηλωμένης. Αυτό έγινε στις 11 Αυγούστου 1875 με το βασιλικό λόγο ενώπιον της νέας βουλής που είχε προκύψει από τις πρόσφατες εκλογές. Την ομιλία φέρεται να έχει συντάξει ο απερχόμενος πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης. Είναι αυτός που με σειρά άρθρων -μεταξύ αυτών και το περίφημο Τις πταίει- που δημοσιεύθηκαν το καλοκαίρι του 1874 σε αθηναϊκή εφημερίδα, συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταστροφή της βασιλικής στάσης. H δήλωση αποδοχής της αρχής της δεδηλωμένης αποτέλεσε για το Γεώργιο ηθική και όχι συνταγματική δέσμευση, η οποία θα προϋπέθετε αναθεώρηση του συντάγματος. Mε την αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης καθίστανται ανενεργά τα άρθρα 31 ("Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού") και 37 ("Ο Βασιλεύς...έχει το δικαίωμα να διαλύει την Βουλήν") του Συντάγματος του 1864. Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα δινόταν, πλέον, σε εκείνον που είχε εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών, ενώ και για τη διάλυση της βουλής απαιτούνταν και πάλι η προηγούμενη συγκατάθεση της πλειοψηφίας.

Με το σχηματισμό κυβερνήσεων που αντί της βασιλικής εύνοιας είχαν την εμπιστοσύνη της βουλής δεν έπαυαν ασφαλώς να υπάρχουν προβλήματα. Η νόθευση των εκλογικών αποτελεσμάτων, οι έξωθεν παρεμβάσεις (π.χ. Παλάτι, Προστάτιδες Δυνάμεις, Στρατός) στο έργο των κυβερνήσεων, η προσωποκεντρική συγκρότηση των κομμάτων, το λεγόμενο πελατειακό σύστημα θα εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζουν την πολιτική ζωή του τόπου δημιουργώντας προσκόμματα και αντινομίες στην ομαλή κοινοβουλευτική λειτουργία. Ωστόσο, η αποδοχή της αρχής της δεδηλωμένης συνιστά ένα από τα πρώτα αποφασιστικά βήματα προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών, κάτι που οριστικά έλαβε χώρα τον 20ό αιώνα.