Παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί από τις προστάτιδες Δυνάμεις στη Διακήρυξη της Διασκέψεως του Λονδίνου (14/26 Απριλίου 1832) αλλά και από το Λουδοβίκο Α' της Βαυαρίας στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λονδίνου (25 Απριλίου/7 Μαΐου 1832) για την παραχώρηση συντάγματος και την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της συνταγματικής μοναρχίας με την ενηλικίωση του Όθωνα, τίποτε τέτοιο δε συνέβη. Αντίθετα, η εδραίωση της πολιτικής ισχύος της μοναρχίας επιχειρήθηκε με την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού καθεστώτος, όπου η πολιτική εξουσία βρισκόταν συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του βασιλιά (της αντιβασιλείας αρχικά). Το σύνταγμα και η εφαρμογή του κοινοβουλευτισμού αποτέλεσαν την αιχμή του αντιπολιτευτικού δόρατος ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1840 αλλά και το όχημα μέσω του οποίου επιχείρησαν να επανακτήσουν μέρος έστω της πολιτικής τους ισχύος οι παραδοσιακές ηγετικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Με το Κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, όταν ο Όθωνας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, σηματοδοτείται η απαρχή της εγκαθίδρυσης του κοινοβουλευτισμού στο ελληνικό κράτος.

Η κατάρτιση του πρώτου Συντάγματος στάθηκε αντικείμενο επεξεργασίας της Εθνοσυνέλευσης που προέκυψε μετά το Κίνημα της 3ης Σεπτέμβρη και διήρκησε από τις 8 Νοεμβρίου 1843 έως τις 18 Μαρτίου του 1844. Με τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης δημοσιεύθηκε ο συνταγματικός χάρτης που περιλάμβανε 107 άρθρα. Σύμφωνα με αυτά, καταργήθηκε η απόλυτη μοναρχία και εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας. Καθιερώθηκε η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Συγκεκριμένα προβλεπόταν ότι η νομοθετική εξουσία θα ασκείται από κοινού από το βασιλιά, την ογδονταμελή αιρετή Βουλή και τη Γερουσία, που αποτελούνταν από εικοσιεπτά ισόβια μέλη διορισμένα από το βασιλιά. H Eκτελεστική εξουσία ήταν στην ευθύνη του βασιλιά και ασκούνταν από τους υπουργούς. Προβλεπόταν επίσης η διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη νέας Βουλής και το σχηματισμό κυβέρνησης, εκλογές που θα διεξάγονταν με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων. Δικαίωμα ψήφου τέλος είχαν οι άντρες άνω των 25 ετών, κατά το πρότυπο των σχετικών άρθρων των συνταγμάτων της επαναστατικής περιόδου. Η διάρκεια της βουλής τέλος ορίστηκε να είναι τα τρία χρόνια.