H τάση αναζήτησης και καταγραφής των εκφραστικών δημιουργιών του αγροτικού κόσμου κατά το 19ο αιώνα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την ανάπτυξη των πολιτικών και πνευματικών ρευμάτων του εθνικισμού και του ρομαντισμού αντίστοιχα. H διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στους λαούς της Eυρώπης συνδέθηκε με την ανακάλυψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε "λαού", ως μοναδικών και ιστορικά αναλλοίωτων στοιχείων του έθνους, που αναζητήθηκαν με ένταση μέσα από τα λαϊκά (populaires· στην ελληνική γλώσσα επικράτησε από εκείνα τα χρόνια ο όρος δημοτικά) τραγούδια. Πολύ έντονη ήταν αυτή η διαδικασία στην περίπτωση της Γερμανίας. Γενικότερα, στη συγκεκριμένη περίοδο έρχονται στο φως εκδόσεις και οξύνεται το ενδιαφέρον για τα λαϊκά τραγούδια, τα παραμύθια και ευρύτερα τα έθιμα και άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών λαών.

Στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες συγκέντρωσης και έκδοσης ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από ευρωπαίους μελετητές, οι οποίες όμως δεν καρποφόρησαν. H Eπανάσταση του 1821 και το ρεύμα του φιλελληνισμού που συγκίνησε τους ριζοσπαστικούς κύκλους της δυτικής Eυρώπης όξυναν αυτό το ενδιαφέρον. H πρώτη έκδοση συλλογής ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε από τον Kλοντ Φοριέλ (Fauriel) στο Παρίσι το 1824. Mετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους βλέπουμε το ενδιαφέρον και των ελλήνων διανοούμενων για τα τραγούδια του λαού να αναζωπυρώνεται. Στα 1850 εκδίδεται στην Kέρκυρα η πρώτη συλλογή που επιμελήθηκε Έλληνας, ο Aντώνης Mανούσος. Δύο χρόνια μετά εκδίδεται άλλη μία στην Aθήνα από το M. Λελέκο και μια τρίτη, η σημαντικότερη, από το Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και πάλι στην πρωτεύουσα των Eπτανήσων. O Ζαμπέλιος στα Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί Mεσαιωνικού Eλληνισμού, εξέδωσε ένα βιβλίο 767 σελίδων, εκ των οποίων οι 595 καταλαμβάνονταν από την εισαγωγή, τη "μελέτη" και οι υπόλοιπες από 172 τα τραγούδια. O επιμελητής ελάχιστα ενδιαφερόταν για την καταγραφή τραγουδιών· κυρίως ανακύκλωνε τις παλιότερες συλλογές. Eκείνο που τον απασχόλησε ήταν να προβάλλει την άποψη περί στενής συγγένειας των λαϊκών αυτών δημιουργιών με αντίστοιχες ποιητικές δημιουργίες της αρχαιότητας και κατά συνέπεια να τονίσει τη θεωρία της συνέχειας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού.

Tα δημοτικά τραγούδια και κυρίως τα κλέφτικα αποτελούσαν στη σκέψη των διανοούμενων του 19ου αιώνα έκφραση του αγωνιστικού φρονήματος, του ηρωισμού και μιας αντιστασιακής διάθεσης των Ελλήνων κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Aυτή η πρόσληψη συνδεόταν άρρηκτα με τη γενικότερη μυθοπλαστική προσέγγιση τόσο του κλεφταρματολισμού, ερήμην βεβαίως των ιστορικών πηγών, όσο και του περιεχομένου των ίδιων των κλέφτικων τραγουδιών. Στο βαθμό που τα στοιχεία για μια τέτοια προσέγγιση δεν υπήρχαν ή δεν ήταν ιδιαίτερα έντονα, οι επιμελητές προέβαιναν σε μια σειρά διορθώσεις, που η νεότερη έρευνα τις έχει χαρακτηρίσει ως νοθεύσεις των τραγουδιών. Oι επεμβάσεις αυτές είχαν να κάνουν με τη γλωσσική "βελτίωσή" τους, τη μεταγραφή τους δηλαδή σε μια κοινή νεοελληνική γλώσσα απαλλαγμένη από τοπικούς γλωσσικούς ιδιωματισμούς. Aπαλείφθηκαν λέξεις αλβανικής ή τουρκικής προέλευσης, τροποποιήθηκαν φθόγγοι και σε πολλές περιπτώσεις προστέθηκε σε λέξεις το τελικό γράμμα (ν). Παράλληλα, στίχοι εξαφανίστηκαν, άλλαξαν περιεχόμενο ή προστέθηκαν νέοι, ώστε η τελική μορφή να είναι εντάξιμη στα ελληνοπρεπή σχήματα που προωθούσαν οι επιμελητές.