 |
O κ. K. Ραγκαβής, Γενικός Πρόξενος και Πολιτικός Πράκτωρ της Eλλάδος προς
τον κ. Tσάγκωφ, Yπουργόν επί των Eξωτερικών.
Eν Σόφια τη 9 Iανουαρίου 1885
’παντες οι Έλληνες υπήκοοι θα έπρεπε να υπαχθώσιν εις δύο μεγάλας κατηγορίας, ήτοι:
1) Τους αποκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν προ της κηρύξεως του Ρωσσο-Τουρκικού
πολέμου, και
2) Τους ισχυριζομένους ότι απέκτησαν την ιθαγένειαν ταύτην μετά την κήρυξιν
του ρηθέντος πολέμου.
Όσον αφορά την πρώτην κατηγορίαν, της Ηγεμονίας ούσης νομίμου διαδόχου
των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί της βουλγαρικής
χώρας, η Ηγεμονική Κυβέρνησις ήθελεν εξακολουθήσει αναγνωρίζουσα ως υπηκόους
Έλληνας τους ως τοιούτους αναγνωρισθέντας υπό της Υ. Πύλης. Ούχ ήττον επειδή,
ως γνωστόν, η υπό της Τουρκίας αναγνώρισις τούτων υπήρξε πάντοτε σιωπηρά
μάλλον ή επίσημος, ορίζεται ότι πάντες οι δυνάμενοι ν' αποδείξωσιν ότι
δεν κατέβαλλον κεφαλικόν φόρον (χαράτσι) εις την οθωμανικήν διοίκησιν και
ότι αι δικαστικαί αυτών υποθέσεις υπήγοντο εις την δικαιοδοσίαν, ουχί των
εγχωρίων, αλλά των προξενικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται εις την κατηγορίαν
ταύτην, άτε απολαύοντες πάντων των προνομίων των ξένων υπηκόων, και όντες
κάτοχοι διαβατηρίων σχόντων τας νομίμους συνεπείας.
Εις δε την δευτέραν κατηγορίαν, ήτις περιλαμβάνει το παρελθόν, από της
κηρύξεως του πολέμου, και το μέλλον, θα υπήγοντο, αναγνωρισμένοι ως υπήκοοι
Έλληνες, μόνον οι κατελθόντες εις Ελλάδα, διαμείναντες εκεί τον υπό του
ελληνικού νόμου οριζόμενον χρόνον, και υποβληθέντες εις όλας τας απαιτουμένας
άλλας διατυπώσεις, τον όρκον του πολίτου και την εγγραφήν ως πολιτών εν
τινί των δήμων του Βασιλείου. [...] Πλην των δύο τούτων μεγάλων κατηγοριών
υπάρχουσι δύο μικρότεραι περί ων συμφέρει να συνεννοηθώμεν.
Πολυάριθμοι νέοι, ων οι γονείς κατοικούσιν εν τη Ηγεμονία και αναγνωρίζονται
ως υπήκοοι Έλληνες, κατέρχονται εις Ελλάδα προς φοίτησιν εν ταις ανωτέραις
σχολαίς και κυρίως τω Πανεπιστημίω των Αθηνών. Οι νέοι ούτοι επωφελούνται
συχνάκις της περιστάσεως όπως αντιποιηθώσιν, άμα τη επανόδω των, την ελληνικήν
ιθαγένειαν προ της ενηλικιώσεως αυτών. Προθύμως παραδέχομαι ότι ο ισχυρισμός
ούτος ουδόλως δύναται να θεωρηθή νόμιμος. Το της επιλογής δικαίωμα ανήκει
μόνοις τοις ενήλιξιν· όθεν η ελληνική αυτών ιθαγένεια δέον ν'αναγνωρισθή
μόνον εάν μετά την συμπλήρωσιν του εικοστού πρώτου έτους οι νέοι ούτοι
εγγραφώσιν εις δήμον τινα του Βασιλείου και υποβληθώσιν έπειτα εις πάσας
τας διατυπώσεις του νόμου, οίαι η αδιάλειπτος διαμονή, η ορκοδοσία κτλ.
Αφ' ετέρου νέοι τινές υπηρέτησαν ήδη ως εθελονταί εν τω ελληνικώ στρατώ.
Αμφοτέρωθεν δεκτόν εγένετο ότι ο αυτοβούλως αναλαβών υπηρεσίαν εν ξενω
στρατώ απόλλυσι την εαυτού ιθαγένειαν. Όθεν οι προσάγοντες πιστοποιητικά
βεβαιούντα ότι υπηρέτησαν εν τω ηγεμονικώ στρατώ θέλουσι θεωρείσθαι ως
Βούλγαροι υπήκοοι, οι δε αποδεικνύοντες ότι υπηρέτησαν εν τω ελληνικώ στρατώ
θέλουσι θεωρείσθαι ως υπήκοοι Έλληνες. [...] Περιττόν να παρατηρήσωμεν
ότι τα ανήλικα τέκνα ακολουθούσι τη ιθαγενεία του πατρός μέχρις ενηλικιώσεως
αφ' ης αποκτώσι το της επιλογής δικαίωμα. [...]
(Aπό το: Yπουργείο Eξωτερικών, Συλλογή των μεταξύ Eλλάδος και ξένων
κρατών συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών, Aθήνα 1912, σ. 265-266)
|
 |