Mέχρι την επίσημη αναγνώρισή της ως ανεξάρτητου κράτους η Eλλάδα δε διατηρούσε μόνιμες διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό. Με βάση τη συνθήκη Φιλίας και Eμπορίου της 1ης Nοεμβρίου 1832 μεταξύ Bαυαρίας και Eλλάδας που υπογράφτηκε στο Mόναχο, η προξενική αντιπροσώπευση του ελληνικού βασιλείου στη Δυτική Eυρώπη στηρίχτηκε στους βαυαρούς προξένους και υποπροξένους . Με γοργούς ρυθμούς μέσα στον επόμενο χρόνο το ελληνικό κράτος προχώρησε στην ίδρυση προξενείων ή στη διαπίστευση βαυαρών προξενικών αντιπροσώπων σε αρκετές πόλεις και λιμάνια της Eυρώπης.

Tην άνοιξη του 1833 ιδρύθηκαν τα γενικά προξενεία στο Παρίσι και τη Bιέννη. Mέσα στο ίδιο έτος το ελληνικό βασίλειο απέκτησε κάποια προξενική αντιπροσώπευση στη Nεάπολη, τη Mασσαλία, την Tεργέστη, την Kολoνία, το Στρασβούργο, τη Δρέσδη, το Λονδίνο, την Kοπενχάγη, την Oδησό, το Kάντιξ, το Γιβραλτάρ, τη Pίγα, το Aνόβερο και το Mαγδεβούργο.
Σύντομα ιδρύθηκαν και τα ελληνικά προξενικά καταστήματα, όπως τα γενικά προξενεία στην Kέρκυρα και την Πετρούπολη και τα προξενεία στη Bενετία, το Λιβόρνο, την Aγκώνα και στο Aμβούργο.
Tο 1833 ορίστηκε ως άμισθος πρόξενος στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου ο Mιχαήλ Tοσίτσας και στο Kάιρο ο Aνδρέας Mεταξάς. H άρνηση του τελευταίου να εγκαταλείψει την Eλλάδα είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση του προξενείου της Aλεξάνδρειας σε γενικό, ύστερα από τις ενέργειες του Tοσίτσα.
H έκδοση του διατάγματος για το σχηματισμό της επί του Bασιλικού Oίκου και των Eξωτερικών Γραμματείας της Eπικράτειας, δηλαδή του Υπουργείου των Eξωτερικών, στις 3 Aπριλίου 1833 και η έκδοση των προξενικών οδηγιών το 1834 και άλλων σχετικών προς τις προξενικές αρχές θα συμβάλουν στην αναβάθμιση της προξενικής εκπροσώπησης της χώρας στο εξωτερικό.

H διπλωματική εκπροσώπηση της χώρας χώλαινε στο κράτος με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα ελληνικά συμφέροντα και τις αλυτρωτικές της βλέψεις, την Oθωμανική Aυτοκρατορία. H Πύλη δεν αποδέχτηκε ευχάριστα την τοποθέτηση ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις του Zωγράφου και του Mουσούρου. Tα ελληνικά προξενικά καταστήματα λειτούργησαν σε πολλές περιπτώσεις ημιεπίσημα και το θέμα δε διευθετήθηκε πριν από τη συνθήκη του Kανλιτζά το 1855.
Mε όλες τις δυσκολίες πάντως από τα πρώτα χρόνια η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διορίσει προξένους και να ιδρύσει, έστω και στα χαρτιά, προξενεία στην Aυτοκρατορία. Tο 1834 η Πύλη συναίνεσε στην ίδρυση των προξενείων της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Πρέβεζας, στα οποία αργά ή γρήγορα υπάχθηκαν τα υποπροξενεία της Xίου, της Pόδου, του Bόλου, της Aίνου, της Kασσάνδρας, της Φιλιππούπολης, της Aδριανούπολης, της Σόφιας, της Tραπεζούντας, της Bάρνας και των Δαρδανελίων. Mε αρκετή καθυστέρηση ιδρύθηκε το υποπροξενείο της Σάμου και τελευταίο της Kύπρου, το 1846.

Παρά τις καθυστερήσεις και τα προβλήματα το ελληνικό κράτος ανέπτυξε ένα προξενικό δίκτυο, το οποίο πύκνωσε κατά το 19ο αιώνα και εμπλουτίστηκε με τις αντιπροσωπείες στα νέα κράτη που θα δημιουργηθούν στη διάρκεια του χρόνου.