ΙΜΕΠαροικιακός Ελληνισμός

Η Ελληνική παροικία της Γαλλίας

Έλληνες στη Γαλλία άρχισαν να φτάνουν αμέσως μετά την 'Αλωση του 1453. Ο Γ. Παλαιολόγος Δισύπατος, γόνος μεγάλης βυζαντινής οικογένειας, προσέφερε τις στρατιωτικές του υπηρεσίες στο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΑ' ενώ και πολλοί άλλοι ανώνυμοι (Έλληνες και Αλβανοί) κατατάχθηκαν στα τάγματα ελαφρού ιππικού των γάλλων βασιλέων. Ελληνίδες συναντούμε επίσης ως κυρίες επί των τιμών στη αυλή του ίδιου βασιλιά, ενώ άλλες να εργάζονται στη βιομηχανία μεταξιού που θεμελίωσε η Μαρία των Μεδίκων το 17ο αιώνα. Σημαντική υπήρξε επίσης η παρουσία ελλήνων λογίων. Το 15ο αιώνα δίδαξαν στο Παρίσι ελληνικά ο Α. Κάλλιστος και ο Γ. Ερμώνυμος. Τον ίδιο αιώνα κλήθηκε από τον Κάρολο Η' ο Ιανός Λάσκαρης, ενώ τον επόμενο αιώνα συναντούμε τον Η. Ανδρέου που μεταφράζει τον Ανακρέοντα (1556) και τον Λ. Φιλαρά που συνδέθηκε φιλικά με τον καρδινάλιο Ρισελιέ. Κοντά σ' αυτούς μαθήτευσαν σπουδαίοι ξένοι ελληνιστές όπως οι Bude, Έρασμος και Μελάγχθων, ενώ σημαντική στάθηκε και η προσφορά τους στη συλλογή ελληνικών χειρογράφων που πλούτισαν τη βιβλιοθήκη του Fontainebleau.

Στο Παρίσι δε υπήρξε στα χρόνια που μας απασχολούν οργανωμένη ελληνική παροικία. Ο αριθμός των ελλήνων εμπόρων που διέμεναν εκεί μόνιμα έμεινε περιορισμένος ολόκληρη αυτή την περίοδο. Ωστόσο Η γαλλική πρωτεύουσα έμελλε να γίνει ένα από τα κέντρα όπου θα εκδηλωνόταν η σύγκρουση ιδεών πάνω σε ζωτικά θέματα της ελληνικής κουλτούρας (π.χ. γλώσσα, εκπαίδευση, σχέση με δυτικό πολιτισμό κλπ.). Πρωταγωνιστές της σύγκρουσης ο Α. Κοραής από τη μια μεριά και ο Π. Κοδρικάς από την άλλη στα χρόνια αμέσως πριν από την Επανάσταση διασταύρωσαν πολλές φορές τα ξίφη τους πάνω σ' αυτά τα ζητήματα, ενώ η φιλολογική διαμάχη συχνά εκτροχιάστηκε σε ανώνυμη λιβελλογραφία γεμάτη προσωπικές επιθέσεις, συκοφαντίες και απίστευτο υβρεολόγιο. Δημοσιογραφικό όργανο εμπνευσμένο από τις πεποιθήσεις του πρώτου φαίνεται να ήταν το ελληνικό περιοδικό "Μέλισσα" που εκδιδόταν στο Παρίσι από το 1819 ως το 1821 από τον Κ. Νικολόπουλο. Οι απερίφραστα διατυπωμένες απόψεις υπέρ της ανάγκης για "μετακένωση" της προόδου της "φωτισμένης Ευρώπης" στον υπόδουλο ελληνισμό, της χρήσης της νεοελληνικής γλώσσας στα σχολεία καθώς και ο αυστηρός έλεγχος και η σκληρή κριτική που εκφράζονται μέσα στα άρθρα του περιοδικού απέναντι σε δυνάμεις θεωρούμενες ως τότε ιερές και απαραβίαστες όπως π.χ. η εκκλησία, το εντάσσουν δυναμικά στην ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ των ελλήνων λογίων της εποχής. Στο ίδιο μήκος κύματος αλλά σε ηπιότερο τόνο εξέπεμπε το περιοδικό "Αθηνά" που εκδόθηκε στη γαλλική πρωτεύουσα το Φεβρουάριο και το Μάιο του 1819. Μαχητικό όργανο της αντίπαλης παράταξης θεωρείται το "Μουσείον", το πλέον βραχύβιο από τα δημοσιογραφικά φύλλα της προεπαναστατικής περιόδου που κυκλοφόρησε στο Παρίσι σε ένα και μοναδικό τεύχος τον Ιούλιο του 1819 και στρεφόταν εναντίον των απόψεων του "αθλίου κόρακος", δηλαδή του Κοραή. Πάντως είναι γεγονός ότι με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης οι δύο αντίπαλοι λόγιοι έστρεψαν τη δραστηριότητά τους προς κοινή κατεύθυνση γράφοντας υπομνήματα και κάνοντας συνεχή διαβήματα προς τις γαλλικές αρχές να ενισχύσουν τον αγώνα των Ελλήνων. Πρωτοστάτησαν επίσης στη διοργάνωση αποστολών φιλελλήνων εθελοντών αλλά και πολεμοφοδίων καθώς και στην υποδοχή προσφύγων στη γαλλική πρωτεύουσα. Αξίζει να σημειωθεί τέλος και η σύσταση στα 1819 μιας μυστικής ελληνικής οργάνωσης από τους Ελληνες του Παρισιού με την ονομασία "Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον" και με σκοπό να φροντίζει για τις ανάγκες των συμπατριωτών τους. Πρωτεργάτες σ'αυτή την ενέργεια υπήρξαν ο Γ.Ζαλίκογλου καθώς και ο Α.Τσακάλωφ, κατοπινός ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας.

Οργανωμένη ελληνική εμπορική παροικία υπήρξε στη Μασσαλία. Η εγκατάσταση των ελλήνων εμπόρων εκεί ξεκίνησε από το 1793 χωρίς όμως αρχικά να πάρει μόνιμη μορφή. Οι περισσότεροι από αυτούς που ήρθαν τότε στο πλαίσιο της επισιτιστικής κρίσης έφυγαν μετά το 1797. Τη θέση τους πήραν κατά την περίοδο της Υπατείας και της Αυτοκρατορίας Έλληνες που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Γάλλων στην Κέρκυρα, την Κεφαλονιά, τη Μάλτα και την Αίγυπτο και οι οποίοι ύστερα από τις ήττες του γαλλικού στρατού έβρισκαν καταφύγιο στη Μασσαλία ή στο Παρίσι έχοντας πλέον χάσει τη θέση τους και τα υπάρχοντά τους στον τόπο καταγωγής. Αυτοί δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στο εμπόριο, συχνά αντιμετώπισαν πρόβλημα τροφής και στέγης καθώς λίγοι κατάφεραν να απορροφηθούν σε γαλλικά στρατιωτικά σώματα, ενώ οι υπόλοιποι έζησαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Τελείως διαφορετική ήταν η ομάδα των ελλήνων ορθόδοξων εμπόρων που εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία μετά το 1815. Οικονομικά εύρωστοι, αντιμετώπισαν σα μόνιμη επιλογή την ίδρυση υποκαταστημάτων στο γαλλικό λιμάνι, ρίζωσαν, πλούτισαν και σταθεροποιήθηκαν ακόμη περισσότερο μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες για απόκτηση ορθόδοξης εκκλησίας χρονολογούνται γύρω στα 1820. Ήδη από το 1818 οι σημαντικότεροι Έλληνες της Μασσαλίας συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Νικόλαου Θησέα από την Κύπρο που είχε πρόχειρα μετασχηματιστεί σε χώρο λατρείας για την κάλυψη των θρησκευτικών τους αναγκών. Στα 1820 με την ανοχή των αρχών της Μασσαλίας και παρά την αρνητική στάση του Παρισιού, χτίστηκε μια μικρή εκκλησία στην οδό St. Savourin και κλήθηκε ως εφημέριος ο Αρσένιος Γιαννούκος. Οι Έλληνες δεσμεύτηκαν να κρατούν τις πόρτες κλειστές την ώρα της λειτουργίας και να περνούν απαρατήρητοι αποφεύγοντας δημόσιες γιορτές και τελετές. Παρότι λοιπόν η ύπαρξη του ορθόδοξου παρεκκλησίου ήταν εύθραυστη και εξαρτιόταν από την καλή θέληση του δημάρχου της Μασσαλίας, ήταν όμως ένα δεδομένο που θα αποτελούσε πλέον πόλο έλξης και συσπείρωσης των Ελλήνων του γαλλικού λιμανιού. Τα ευπορότερα μέλη της παροικίας που είχαν συμβάλει οικονομικά στην ανέγερση του ναού συγκρότησαν και ένα εκκλησιαστικό συμβούλιο επιφορτισμένο με την υποχρέωση να αντιμετωπίζει όποια ανάγκη παρουσιαστεί. Για το σκοπό αυτό εξέλεγαν δύο διοικητικούς υπεύθυνους με θητεία διάρκειας ενός ή δύο χρόνων, καταγόμενους τις περισσότερες φορές από χιώτικες οικογένειες. Στα 1835 η διευρυμένη και πιο δυνατή πλέον ελληνική παροικία απέκτησε νέα εκκλησία στην οδό Rotonde ενώ τροποποιήθηκε και το καταστατικό του συμβουλίου και το νέο κείμενο υπογράφτηκε από 21 αντιπρόσωπους οι οποίοι έλαβαν και την ονομασία "συνταγματικά μέλη". Η πλειοψηφία αυτών ήταν Χιώτες.

Σκέψεις και σχέδια για την ίδρυση ελληνικού σχολείου στη Μασσαλία γνωρίζουμε ότι έγιναν στα χρόνια 1826-28, κυρίως από γάλλους φιλέλληνες που ενδιαφέρονταν για τη μόρφωση των ελληνόπουλων που έρχονταν μαζί με τις οικογένειές τους σαν πρόσφυγες από την επαναστατημένη Ελλάδα αλλά και των παιδιών που έμεναν μόνιμα στο γαλλικό λιμάνι. Κανένα από αυτά όμως δεν ευοδώθηκε λόγω οικονομικών δυσχερειών και όσοι τα ονειρεύτηκαν δεν είχαν παρά να αρκεστούν στη δημιουργία έδρας νέων ελληνικών στο βασιλικό κολλέγιο της Μασσαλίας λίγα χρόνια αργότερα. Τις στοιχειώδεις γνώσεις συνέχισε να προσφέρει στα παιδιά της παροικίας ο εφημέριος της ορθόδοξης εκκλησίας. Από το 1830 και ύστερα συναντούμε πολλούς νεαρούς Έλληνες να φοιτούν στα γαλλικά ανώτατα ιδρύματα (κυρίως προτιμούσαν μαθήματα σχετικά με το εμπόριο και τη βιομηχανία) και συχνά να διακρίνονται και να βραβεύονται για την επίδοσή τους. Κάποια μέριμνα υπήρξε από τους έλληνες γονείς και για την εκπαίδευση των κοριτσιών κι έτσι συναντούμε πολλά από αυτά εσώκλειστα σε γαλλικά σχολεία θηλέων.

Διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες για τη δημογραφική σύνθεση της παροικίας στη Mασσαλία σε όλα της τα χρόνια. Στην απογραφή του Απριλίου του 1797 καταγράφηκαν περίπου πενήντα έλληνες έμποροι, καπετάνιοι ή απλοί ναυτικοί. Πρόκειται όμως για τη φάση της περιστασιακής εγκατάστασης και οι περισσότεροι από αυτούς εγκατέλειψαν την πόλη στα επόμενα χρόνια. Οι έλληνες στρατιωτικοί, που όπως είπαμε βρήκαν καταφύγιο στη Μασσαλία την περίοδο της Υπατείας και της Αυτοκρατορίας, κυμαίνονται μαζί με τις οικογένειές τους στα σαράντα με ογδόντα άτομα. Όσοι απέμειναν από τις δύο ομάδες που προαναφέραμε "μπολιάστηκαν" μετά το 1816 με νέα δυναμικά εμπορικά στοιχεία και ο αριθμός των Ελλήνων της Μασσαλίας έφτασε τους εκατό περίπου. Οι νεοφερμένοι αυτοί έμποροι είχαν πολύ χαμηλότερο μέσο όρο ηλικίας από τους προϋπάρχοντες, γύρω στα 25 χρόνια. Τα χρόνια ευημερίας που ακολούθησαν οδήγησαν σχεδόν στον τετραπλασιασμό των μελών της παροικίας μέσα σε μία δεκαετία (1825-35), ενώ ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός γάμων, βαφτίσεων και κηδειών είναι ενδεικτικός της σταθεροποίησης και της μόνιμης μορφής που έλαβε η εγκατάσταση Ελλήνων στη Μασσαλία μετά το 1820 κυρίως.

Οπως προαναφέραμε στην περίοδο 1793-99 παρατηρείται μια σημαντική παρουσία ελλήνων εμπόρων και ναυτικών στο γαλλικό λιμάνι χωρίς όμως αυτό να οδηγεί στην αποκρυστάλλωση μιας σταθερής ελληνικής παροικίας. Κι αυτό γιατί οι ελληνες έμποροι αυτής της φάσης είχαν απλά εκμεταλλευτεί τη φοβερή επισιτιστική κρίση που έπληξε τη Γαλλία στα επαναστατικά χρόνια και κατά τη διάρκεια του αγγλικού αποκλεισμού και κέρδιζαν υπέρογκα ποσά πουλώντας πανάκριβα, κυρίως σιτάρι, στους πεινασμένους Γάλλους. Οι καραβοκυραίοι της Υδρας, των Ψαρών και των Σπετσών φόρτωναν σιτάρι στη Μαύρη Θάλασσα και στην Ελλάδα και ύστερα από 25 ημέρες, το λιγότερο, θαλάσσιο ταξίδι με τα καράβια τους και διάφορες επικίνδυνες μανούβρες προκειμένου να σπάσουν τον αποκλεισμό, άγγιζαν τη Μασσαλία. Κάποιοι απ'αυτούς εγκαταστάθηκαν εκεί προσωρινά (π.χ. Δεσπότης, Σπανολάκης) ή αποκλείστηκαν και δεν μπορούσαν να φύγουν. Κανένας απ'αυτούς όμως δεν είχε έρθει με την προοπτική της μόνιμης παραμονής και μόλις πέρασαν τα δύσκολα για τη Γαλλία χρόνια, οι περισσότεροι απ'αυτούς την εγκατέλειψαν εκτός από καμιά δεκαριά.

ποφασιστική τροπή πήραν τα πράγματα για το μέλλον της ελληνικής παροικίας στη Mασσαλία μετά το 1816 με την άφιξη μιας δυναμικής ομάδας νέων εμπόρων, στην πλειοψηφία τους ορθοδόξων από τη Χίο. Παλιοί καλοί μαθητές οι περισσότεροι από αυτούς δυτικοευρωπαίων εμπόρων της Ανατολής, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις αγγλογαλλικές συγκρούσεις καθώς και το γεγονός ότι η Γαλλία δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει την παλιά της θέση στο ανατολικό εμπόριο, παρασυρμένη μέσα στη δίνη των συνεχών εσωτερικών ταραχών και εξωτερικών πολέμων, και εδραίωσαν τη θέση τους στη Μεσόγειο. Επωφελούμενοι από την επιστροφή της ειρήνης στο γαλλικό λιμάνι μετά την πτώση του Ναπολέοντα καθώς και από την κατάργηση του τέλους 20% που επέβαλλαν μέχρι το 1815 οι γαλλικές αρχές στους ξένους εμπόρους, αντιμετώπισαν τη Μασσαλία σα μία πολύ καλή επιλογή για ίδρυση υποκαταστημάτων και εδραίωση των συμφερόντων τους. Από τις πιο γνωστές φίρμες που ιδρύθηκαν σταδιακά στο γαλλικό λιμάνι μετά το 1816 είναι η "Αμιράς Λουκάς και Υιός", "Κάραλλης και Σία", "Αργέντης Ράλλης και Σία", "Aφοι Πρασακάκη", "Ζιζίνιας Πετροκόκκινος και Αγέλαστος" κλπ.

Οι περισσότεροι από τους Έλληνες στη Mασσαλία χρησιμοποιούσαν στις εμπορικές τους δραστηριότητες τα δικά τους καράβια σα μέσο μεταφοράς ακολουθώντας τους θαλάσσιους δρόμους που ένωναν τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη με τη Μασσαλία και χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσους σταθμούς όλα τα μεγάλα μεσογειακά λιμάνια (Τεργέστη, Λιβόρνο κλπ.). Τα σημαντικότερα προϊόντα που μετέφεραν από την ανατολική Μεσόγειο προς το γαλλικό λιμάνι ήταν φυσικά το βαμβάκι αλλά και μαλλί, μετάξι, λάδι, δέρματα, σφουγγάρια, ξυλεία κλπ. Την αντίθετη κατεύθυνση έπαιρναν προϊόντα όπως υφάσματα, κρασί, υαλουργικά κατασκευάσματα, αποικιακά είδη κλπ. Σε περιόδους επισιτιστικής κρίσης (π.χ. 1816-17) η κερδοσκοπική εκμετάλλευση σιτηρών ήταν επίσης συχνή.

Οργανωμένοι σε συλλογικές εταιρείες οι έλληνες έμποροι της Μασσαλίας συχνά δεν αποτελούσαν παρά ένα τμήμα ενός πανμεσογειακού εμπορικού δικτύου με υποκαταστήματα σε όλα τα μεγάλα λιμάνια. Η καθεμία από αυτές τις εταιρείες ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση κι έτσι συγγενικά και ισότιμα νομικά μεταξύ τους μέλη επάνδρωναν τόσο την έδρα της εταιρείας που βρισκόταν συνήθως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και τα υποκαταστήματα, κάτι που φυσικά εδραίωνε σχέσεις εμπιστοσύνης. Η συνηθέστερη και ιδιαιτέρως συμφέρουσα τακτική που ακολουθούσαν οι έλληνες έμποροι ήταν να αγοράζουν με πίστωση και να πουλούν δεχόμενοι μόνο μετρητά. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι πρώτες ύλες που έφερναν από την Ανατολή ήταν αρκετά ακριβές λόγω της αναγκαιότητάς τους για τη γαλλική βιομηχανία ενώ τα μεταποιημένα προϊόντα που αγόραζαν στη Γαλλία ήταν πιο φτηνά λόγω του ανταγωνισμού με τις υπόλοιπες κατασκευάστριες χώρες μεγιστοποιούσε τα κέρδη τους.

Δυο πράγματα θα είχε να παρατηρήσει κανείς στη συμπεριφορά των Ελλήνων εμπόρων μετά το 1820. Κατ'αρχην μια αλλαγή προσανατολισμού που εκφράστηκε με την αύξηση των εμπορικών σχέσεων με τα λιμάνια της Αλεξάνδρειας και της Μαύρης Θάλασσας σε αντίθεση με το λιμάνι της Σμύρνης που υποβαθμίστηκε στις προτιμήσεις τους. Κατα δεύτερο λόγο μια διάθεση για μονιμοποίηση της εγκατάστασής τους στο γαλλικό λιμάνι που εκφράστηκε με τις συχνές αιτήσεις για απόκτηση γαλλικής υπηκοότητας. Η αναταραχή που είχε προκληθεί στην ανατολική Μεσόγειο από την Ελληνική Επανάσταση καθώς και η δημιουργία στη συνέχεια ενός ελληνικού βασιλείου μικρού, γεμάτου προβλήματα και χωρίς μεγάλη εμπορική σημασία στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, εξηγούν την προτίμησή τους να ριζώσουν στην ξένη χώρα και να αποφύγουν την επιστροφή.

Σε αντίθεση με τους καθολικούς Έλληνες της Μασσαλίας, εμπόρους και στρατιωτικούς που μέχρι το 1830 είχαν σχεδόν όλοι αφομοιωθεί, καθώς οι περισσότεροι παντρεύτηκαν με Γαλλίδες, οι ορθόδοξοι έμποροι και κυρίως οι Χιώτες διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό την ιδιαιτερότητά τους. Τα χαμηλότερα στρώματα περισσότερο, οι μικρέμποροι, οι ναυτικοί, οι μικρομαγαζάτορες δεν έπαψαν για χρόνια να αποτελούν μια ξεχωριστή ομάδα στο πλαίσιο της γαλλικής κοινωνίας, μια ομάδα γραφική που έφερνε "γεύση από Ανατολή", με τα παραδοσιακά κοστούμια τους και τα "άγρια μουστάκια τους". Ενώ αυτοί όμως παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό συσπειρωμένοι κατοικώντας όλοι γύρω από την Place Royale, οι ευπορότεροι έμποροι με την πάροδο των χρόνων προτίμησαν να μετακομίσουν προς πλουσιότερες αστικές συνοικίες οδηγούμενοι από τις επιταγές του επαγγέλματός τους.

Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η Μασσαλία υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα σημεία επιβίβασης φιλελλήνων εθελοντών, φόρτωσης όπλων και κάθε είδους εφοδίων με προορισμό την Ελλάδα καθώς και συχνός τόπος υποδοχής ελλήνων προσφύγων. Στους καταλόγους των εθελοντών ανάμεσα στα ονόματα των φιλελλήνων διάφορων εθνικοτήτων συναντούμε και αρκετά ελληνικά ονόματα (Δ. Νάζος, Γ. Λάμπρος, Ι. Μιχαλάκης, Ν. Ζούκας, Δ. Εμμανουήλ κλπ.). Γνωρίζουμε επίσης ότι κάποιοι εύποροι έμποροι όπως π.χ. ο Πρασακάκης, ο Πετροκόκκινος, ο Ράκης, ο Όμηρος, ο Αργέντης κ.ά. συμμετείχαν στις φιλελληνικές οργανώσεις και αναλάμβαναν συχνά την ευθύνη της οργάνωσης και χρηματοδότησης των φιλελληνικών αποστολών. Οι πιο δραστήριοι μάλλον υπήρξαν οι Πρασακάκηδες που μέσα στα 1825 χρηματοδότησαν δύο αποστολές που στοίχισαν 125.000 φράγκα η μία και 59.000 φράγκα η άλλη. Παρόντες ήταν και στη διοργάνωση της υποδοχής ελλήνων προσφύγων που άρχισαν να φτάνουν στο γαλλικό λιμάνι ήδη από τον Ιούλιο του 1821. Πρώτα έφτασαν περίπου 30 Κύπριοι, στη συνέχεια κάποιοι Θεσσαλονικείς με προεξάρχουσες τις οικογένειες Καφτατζόγλου και Καρίσση, ενώ μεγαλύτερος ήταν ο αριθμός των διαφυγόντων από τις σφαγές της Σμύρνης και της Χίου που βρήκαν καταφύγιο στη Μασσαλία. Κάποιοι από αυτούς, ιδιαίτερα οι τελευταίοι, κατέλυσαν σε γνωστές τους οικογένειες που διέμεναν χρόνια εκεί, για τους υπόλοιπους όμως τα πράγματα δεν ήταν και πολύ εύκολα. Συχνά αντιμετώπιζαν πρόβλημα τροφής και στέγης καθώς τα χρήματα των φιλελληνικών οργανώσεων δεν αρκούσαν. Μερικοί από αυτούς έμειναν και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να επιβιώσουν, ενώ άλλοι αναζήτησαν καλύτερη τύχη σε άλλες ελληνικές παροικίες ή επέστρεψαν σε λίγα χρόνια στην Ελλάδα.


Παροικιακός Ελληνισμός