Με την κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου και των κεφαλαιαγορών, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ασκήσει πολιτική αυτάρκειας επιβάλλοντας δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα και ενισχύοντας την εσωτερική αγορά. Τα μέτρα αυτά περιόρισαν το δημόσιο χρέος και τόνωσαν τη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή. Από το 1933 εξάλλου άρχισε ένα ρεύμα επιστροφής κεφαλαίων από το εξωτερικό λόγω υψηλών ελληνικών επιτοκίων. Αυξήθηκε έτσι και το σε χρυσό αποθεματικό του εκδοτικού πιστωτικού ιδρύματος, της Tράπεζας της Eλλάδος, από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932 σε 44,7 εκατομμύρια το 1934. Η αύξηση αυτή είχε ανάλογο αποτέλεσμα στη νομισματική κυκλοφορία. Από 4 δισεκατομμύρια δραχμές το 1931 η κυκλοφορία έφτασε τα 9,4 δισεκατομμύρια το 1939.

õδη από το 1933 τα σημεία της οικονομικής ανάκαμψης έγιναν φανερά, όμως η κατανομή του νέου πλούτου, που προέκυπτε από την πολιτική της αυτάρκειας, δημιουργούσε έντονες κοινωνικές αντιπαλότητες. Η μόνιμη κρίση που έπληττε τα μεγάλα εξαγωγικά λιμάνια σε αντίθεση με την ξαφνική ευημερία αγροτικών περιοχών, η άνοδος των κερδών των βιομηχανιών σε αντίθεση με τα χαμηλά ημερομίσθια ήταν μερικά από τα σημεία τριβής που η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος έπρεπε να αντιμετωπίσει. Όμως και τα δύο μεγάλα κόμματα πίστευαν μάλλον στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας παρά στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και στο σχεδιασμό της οικονομίας. Η αδυναμία της κυβέρνησης Τσαλδάρη να αναλάβει μια περισσότερο δραστήρια διαχείριση της οικονομίας ενίσχυσε την κοινωνική αναταραχή και οδήγησε στην εκπνοή της οικονομικής ανάκαμψης.