Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) έφτασε το 1932 να απορροφά το 81,08% των ελληνικών συναλλαγματικών εισπράξεων. Για το λόγο αυτό η ελληνική κυβέρνηση είχε προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) και είχε ζητήσει από τη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (Δ.O.E.) στην Ελλάδα πενταετή αναστολή των χρεωλυσίων σε ξένο νόμισμα δανείων και τη σύναψη νέου δανείου 50.000.000 δολαρίων. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Κ.Τ.Ε. στη συνεδρίαση στις 11 Απριλίου 1932 αποφάσισε την αναστολή της καταβολής των χρεολυσίων για ένα μόνο χρόνο και παρέπεμψε την Ελλάδα σε απευθείας συζήτηση με τους ομολογιούχους. Στην προσπάθειά της να αναστείλει την πληρωμή των χρεολυσίων η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε με νόμο η καταβολή των τοκομεριδίων να μειωθεί κατά 25% από την 1η Απριλίου 1932. Στη συνέχεια κήρυξε προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους των εξωτερικών δανείων από την 1η Μαΐου 1932. Έτσι επισημοποιήθηκε η πτώχευση, ενώ από την 21η Απριλίου είχε παραιτηθεί ο υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Μαρής.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου με νέο υπουργό Οικονομικών τον καθηγητή Κυριάκο Βαρβαρέσο προχώρησε στην άρση της σταθεροποίησης. Στις 25 Απριλίου 1932 κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο "περί αναστολής της υποχρεώσεως της Τραπέζης της Ελλάδος προς εξαργύρωσιν των τραπεζικών γραμματίων αυτής και ρυθμίσεως της αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος". Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία και έγινε ο νόμος 5422 της 26/4/1932, διά του οποίου η δραχμή επανερχόταν σε καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας και απαγορευόταν η ελεύθερη αγορά συναλλάγματος. Στην αγόρευσή του ο Βαρβαρέσος μεταξύ άλλων δήλωσε: "Σήμερον ευρίσκομαι ομολογώ εις εξαιρετικά δυσάρεστον θέσιν εισηγούμενος ενώπιον υμών την εγκατάλειψιν ... του χρυσού κανόνος, του χρυσού συναλλάγματος. Όπως υπηνίχθη ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν πρόκειται περί μέτρου το οποίον απορρέει εξ ελευθέρας κρίσεως της κυβερνήσεως ... είναι μέτρον επιβληθέν εκ καταστάσεως ανάγκης αναποτρέπτου".