Ο υπουργός Οικονομικών της "Οικουμενικής Κυβερνήσεως" μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου, Γεώργιος Καφαντάρης, ανέλαβε το έργο της σταθεροποίησης γιατί πέρα από την εξασφάλιση της εγγύησης της ΚΤΕ, πίστευε ότι θα αποκαταστήσει και τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας. Ο ισοσκελισμός του δημόσιου προϋπολογισμού εξάλλου και η σταθερότητα του νομίσματος θα προσέλκυαν στην Ελλάδα ξένα κεφάλαια για να τροφοδοτήσουν την αναπτυξιακή της πορεία. Έτσι, από το καλοκαίρι του 1927 η δημοσιονομική εξυγίανση, η νομισματική σταθερότητα, η ίδρυση κεντρικής τράπεζας και το δεύτερο προσφυγικό δάνειο εμφανίζονταν ως ενιαία προϋπόθεση για να βγει η Ελλάδα από τη χρόνια οικονομική κρίση, που την ταλάνιζε από τις αρχές της δεκαετίας και κορυφώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τη Mικρασιατική Kαταστροφή.

Η σταθεροποίηση της δραχμής και η ίδρυση κεντρικής τράπεζας με την αποκλειστικότητα του εκδοτικού προνομίου υπήρξαν οι όροι που έθεσε η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) στην ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να προσφέρει την εγγύησή της για τη σύναψη του δεύτερου προσφυγικού δανείου. Ο Γ. Καφαντάρης αποδέχτηκε τους όρους της Kοινωνίας των Eθνών (KTE) και προχώρησε στην ίδρυση κεντρικής τράπεζας, αντιμετωπίζοντας την αντίδραση της Eθνικής Tράπεζας, η οποία επέμενε να διατηρήσει τη διπλή της ιδιότητα ως εμπορική τράπεζα και ως ρυθμιστής της νομισματικής πολιτικής. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1927 ο υπουργός υπέγραψε το πρωτόκολλο της Γενεύης, βάσει του οποίου η ΚΤΕ προσέφερε εγγύηση για τη σύναψη δανείου 9.000.000 στερλινών. Πιστός στις υποχρεώσεις του ο Καφαντάρης ανήγγειλε στις 12 Μαΐου 1928 τη σταθεροποίηση της δραχμής πάνω στην ισοτιμία 375 δραχμές προς μία λίρα. Η δραχμή θα κυκλοφορούσε ελεύθερα, με ελεύθερη μετατρεψιμότητα σε χρυσό από την Τράπεζα της Ελλάδος, την κεντρική εκδοτική τράπεζα, η οποία ιδρύθηκε δύο μέρες αργότερα, με πρώτο διοικητή τον Αλέξανδρο Διομήδη.