Η πτωτική τάση της δραχμής επηρέασε αρνητικά και τους όρους του δανείου, που η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε τον Ιούνιο του 1926 με σουηδική εταιρεία σπίρτων μέσω της Αlsing Trading Company και το οποίο πήρε την ονομασία "σουηδικό". Το δάνειο ύψους £ 1.000.000, έκδοσης 94% και με παραχώρηση αποκλειστικού προνομίου προμήθειας σπίρτων για 28 χρόνια, υπήρξε ένα από τα λιγότερα ευνοϊκά για την Ελλάδα. ãταν και αυτό προϊόν της πιεστικής ανάγκης του Δημοσίου για πιστώσεις, ανάγκη την οποία επέτεινε ο βρετανικός πιστοδοτικός αποκλεισμός, ώσπου να πραγματοποιηθεί ο διακανονισμός των ελληνικών πολεμικών χρεών. Η ανοδική τάση του τιμαρίθμου εξάλλου συνεχίστηκε και κατά το 1926 παρά την ανασχετική επίδραση του αναγκαστικού δανείου και του ελέγχου των ενοικίων αλλά και της αγοραστικής αξίας ορισμένων προϊόντων.

Σημαντικό μέρος του κυμαινόμενου χρέους αποτελούσαν και τα Έντοκα Γραμμάτια (της Εθνικής Άμυνας) αξίας 611.946.907 δραχμών. Η κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου καθιέρωσε έναν ειδικό πόρο για τη σταδιακή απόσβεση του χρέους αυξάνοντας σε 20% το 10%, που ήδη ίσχυε για όλα τα υφιστάμενα χρέη. Το προϊόν του φόρου αυτού διοχετευόταν σε ειδικές καταθέσεις της Εθνικής Τράπεζας, όμως το χρέος αυξανόταν ταχύτερα από όσο οι πόροι για την απόσβεσή του. Τα έντοκα γραμμάτια είχαν εκδοθεί με εγγύηση της Εθνικής από το 1918 ως το 1925 και ένα μεγάλο μέρος των ετήσιων αποταμιεύσεων επενδύθηκε σε αυτά.

Η εντεινόμενη κινητικότητα της οικονομίας προκάλεσε από το 1924 ζήτηση κεφαλαίων με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθούν μεγάλες αναλήψεις καταθέσεων αλλά και προεξοφλήσεις έντοκων γραμματίων. Οι τράπεζες ιδιαίτερα εξαργύρωναν μαζικά τα έντοκα γραμμάτια που διατηρούσαν, ώστε να αναγκαστεί η Εθνική, ως εγγυήτρια, να καταβάλει από τα διαθέσιμα της το τίμημα των εξοφλήσεων (χωρίς τη συνδρομή του Δημοσίου που δεν είχε τη δυνατότητα παρέμβασης), το οποίο έφτασε σε 611.964.907 δραχμές. Τα έντοκα εξάλλου γραμμάτια, που προσέγγιζαν το χρόνο ωρίμανσης, αποτέλεσαν πρόσθετη απειλή.

Ένα μέρος λοιπόν του αναγκαστικού δανείου χρησίμευσε για την εξόφληση και προεξόφληση έντοκων γραμματίων, παράλληλα αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα των βραχυπρόθεσμων έντοκων γραμματίων: όσα έληγαν το 1925 ως και τον Απρίλιο 1927 (1.272.029.800 δραχμές) χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: το 50% των γραμματίων εξοφλήθηκε κατά τις ημερομηνίες της λήξης τους και το υπόλοιπο 50% μετατράπηκε σε δεκαετείς ομολογίες με ετήσιο τόκο 8%. Τα κεφάλαια που διατέθηκαν για την εξόφληση του 50% των γραμματίων προέρχονταν από τον πόρο του πρόσθετου ποσοστού 20%. Η Eθνική Τράπεζα τέλος απαλλάχτηκε οριστικά από την υποχρέωση εγγύησης για την εξόφληση των γραμματίων. Η διευθέτηση του προβλήματος των έντοκων γραμματίων ισοδυναμούσε με επιβολή ενός ακόμα αναγκαστικού δανείου και αποτέλεσε παραβίαση της συμφωνίας κυβέρνησης και Εθνικής, σύμφωνα με την οποία κατοχυρωνόταν η έγκαιρη εξόφληση των γραμματίων. Η φερεγγυότητα του κράτους τέθηκε για μία ακόμη φορά σε δοκιμασία.