Η θέση της Εθνικής Τράπεζας στις αρχές του 1926 δεν ήταν καθόλου αξιοζήλευτη. Από τον Ιούλιο του προηγούμενου έτους είχε παγώσει τις πληρωμές της, αλλά εξακολουθούσε να χάνει τα πλασματικά της καλύμματα, καθώς η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ενεργούσε αναλήψεις από το λογαριασμό της, όπως άλλωστε και οι καταθέτες ωθούμενοι από την αυξημένη ζήτηση χρήματος. Yπό τις συνθήκες αυτές η διοίκηση της Τράπεζας εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την επιβολή αναγκαστικού δανείου ως τη μόνη εφικτή λύση στο οικονομικό της αδιέξοδο, το οποίο είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη την εθνική οικονομία. Με αποδεκατισμένα τα αποθέματά της από τις πιστώσεις προς το Δημόσιο (κυρίως για έργα αποκατάστασης των προσφύγων), η Τράπεζα αδυνατούσε να ασκήσει το πιστοδοτικό της έργο και ο επιχειρησιακός τομέας είχε στερηθεί την πιο σημαντική πηγή δανεισμού του.

Το νέο αναγκαστικό δάνειο εφαρμόστηκε με τον ακόλουθο τρόπο: Όλα τα τραπεζογραμμάτια (εκτός από τις καταθέσεις) από 50 δραχμές και πάνω κόπηκαν σε δύο στελέχη. Το ένα αντιπροσώπευε τα 3/4 του συνόλου και εξακολούθησε να λειτουργεί ως χαρτονόμισμα, ενώ το άλλο 1/4 μετατρεπόταν σε ομολογία κρατικού δανείου εικοσατετούς διάρκειας με ετήσιο επιτόκιο 6% και δικαίωμα συμμετοχής σε λαχειοφόρο κλήρωση. Για να αποφύγει τις εύλογες συγκρίσεις με το προηγούμενο αναγκαστικό δάνειο της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη το 1922, ο υφυπουργός Οικονομικών εξηγούσε στους "δανειστές" του Δημοσίου: "ως γνωστόν το προϊόν του δανείου εκείνου [1922] προωρίζετο και εσπαταλήθη εις πολεμικάς ανάγκας, ενώ το προϊόν του σημερινού επανακάμπτει διά της Εθνικής Τραπέζης εις χείρας κατ' επιλογήν παραγωγικάς". Το δάνειο αποτέλεσε μέτρο που έθιγε τις λιγότερο εύρωστες κοινωνικές ομάδες. Aυτό συνέβαινε καθώς μειωνόταν αναλογικά (κατά 25%) η αγοραστική τους δύναμη. Eξάλλου, μην έχοντας μεγάλη δυνατότητα αποταμίευσης, δεν προχωρούσαν σε τραπεζικές καταθέσεις, αλλά διατηρούσαν τις οικονομίες τους στο σπίτι.

Από το συνολικό προϊόν του δανείου των 1.250 εκατομμυρίων, 661 εκατομμύρια διατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα έναντι του κυμαινόμενου χρέους και τα υπόλοιπα για να αντιμετωπιστούν τρέχουσες ανάγκες του Δημοσίου. Ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η περιστολή της κυκλοφορίας του νομίσματος. Στις αρχές Ιανουαρίου 1926 η κυκλοφορία έφτασε τα 5.339 εκατομμύρια και η τιμή της στερλίνας τις 378 δραχμές, ενώ ως το τέλος του μήνα η κυκλοφορία έπεσε στα 4.195 εκατομμύρια και η τιμή της στερλίνας στις 343 δραχμές.